Anonymous

ἁπτικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἁπτικός]], -ή, -όν) [[άπτω]], -<i>ομαι]]<br />αυτός που αναφέρεται στην αφή («απτική [[ικανότητα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να έρχεται σε [[επαφή]] με κάποιον ή [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἁπτικός]], -ή, -όν) [[άπτω]], -<i>ομαι]]<br />αυτός που αναφέρεται στην αφή («απτική [[ικανότητα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να έρχεται σε [[επαφή]] με κάποιον ή [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπτικός:''' <b class="num">1)</b> осязательный ([[αἴσθησις]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> соприкасающийся (τὰ [[ἀλλήλων]] ἁπτικά Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (хорошо) осязающий (ἡ [[γλῶττα]] ἁπτικωτάτη, sc. ἐστίν Arst.).
}}
}}