ἁπτικός
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ἁπτική, ἁπτικόν, (ἅπτομαι)
A able to come into contact with, ἀλλήλων Arist.GC322b27.
2 abs., τὴν ἁ. αἴσθησιν the sense of touch, Id.de An.413b9, cf. Alex.Aphr.Pr.Praef.; τὸ ἁ. Arist.de An.415a3; γλῶττα ἁπτικωτάτη most sensitive to touch, Id.PA660a21. Adv. ἁπτικῶς Olymp. in Alc.p.40C.
3 of medicines, acting on, c. gen., τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1sensible al tacto γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist.PA 660a21, εἶναι ταῦτ' ἀλλήλων ἁπτικά de los seres existentes, Arist.GC 322b27.
2 que actúa sobre c. gen., de medicinas κισσὸς ... τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.
3 referente al sentido del tacto αἴσθησις Arist.de An.413b9, Alex.Aphr.Pr.Praef., δύναμις Gal.11.715, Plot.4.3.23, ποιότητες Plot.6.3.17, ὄργανα Plot.4.3.23
•subst. τὸ ἁπτικόν el sentido del tacto Arist.de An.415a3, Plu.2.898e.
II adv. -ῶς de forma sensible al tacto ἐνεργεῖν Olymp.in Alc.40.8.
German (Pape)
[Seite 340] zum Berühren, Angreifen geschickt, γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist. part. anim. 2.
Russian (Dvoretsky)
ἁπτικός:
1 осязательный (αἴσθησις Arst.);
2 соприкасающийся (τὰ ἀλλήλων ἁπτικά Arst.);
3 (хорошо), осязающий (ἡ γλῶττα ἁπτικωτάτη, sc. ἐστίν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁπτικός: -ή, -όν, (ἅπτομαι) ὁ δυνάμενος ἢ ἐπιτήδειος ἅπτεσθαί τινος, ἀνάγκη γὰρ τῶν ὄντων ὅσοις ἐστὶ μῖξις, εἶναι ταῦτ’ ἀλλήλων ἁπτικὰ Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 6, 5. 2) ἀπολ. ἡ ἁπτικὴ αἴσθησις, ἡ αἴσθησις τῆς ἁφῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 7· ἄνευ τοῦ ἁπτικοῦ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων αὐτόθι 2. 3. 8· γλῶττα ἁπτικωτάτη, ἔχουσα μεγάλην ἁπτικὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἁπτικός, -ή, -όν) άπτω, -ομαι]]
αυτός που αναφέρεται στην αφή («απτική ικανότητα»)
αρχ.
ο ικανός να έρχεται σε επαφή με κάποιον ή κάτι.