Anonymous

ἐξαναστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαναστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εκτοξεύω]], [[ρίχνω]] [[κάτι]] με το [[κεφάλι]] προς τα [[κάτω]], με γεν., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐξαναστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εκτοξεύω]], [[ρίχνω]] [[κάτι]] με το [[κεφάλι]] προς τα [[κάτω]], με γεν., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαναστρέφω:''' низвергать, сбрасывать, pass. быть низвергаемым (βάθρων Aesch.; μακέλλῃ Ζηνός Soph.).
}}
}}