ἐξαναστρέφω

From LSJ

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναστρέφω Medium diacritics: ἐξαναστρέφω Low diacritics: εξαναστρέφω Capitals: ΕΞΑΝΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: exanastréphō Transliteration B: exanastrephō Transliteration C: eksanastrefo Beta Code: e)canastre/fw

English (LSJ)

turn upside down, μακέλλῃ Ζηνὸς ἐξαναστραφῇ S. Fr.727: c. gen. loci, hurl headlong from.., δαιμόνων ἱδρύματα.. ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰναστρέφω)
volver de arriba abajo, derribar completamente en v. pas. δαιμόνων θ' ἱδρύματα ... ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812, cf. S.Fr.727.

German (Pape)

[Seite 868] von Etwas umkehren u. herabstürzen; δαιμόνων θ' ἱδρύματα ἐξανέστραπται βάθρων, sie sind von ihren Gestellen herabgestürzt, Aesch. Pers. 798; χρυσῇ μακέλλῃ Διὸς ἐξαναστραφῇ Soph. frg. 767, zu Grunde. richten.

French (Bailly abrégé)

renverser de ses fondements, détruire de fond en comble : δαιμόνων ἱδρύματα ἐξανέστραπται βάθρων ESCHL les statues des dieux ont été renversées de leurs socles.
Étymologie: ἐξ, ἀναστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναστρέφω: низвергать, сбрасывать, pass. быть низвергаемым (βάθρων Aesch.; μακέλλῃ Ζηνός Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναστρέφω: μετὰ γεν. τόπου, ἀνατρέπω τι ἔκ τινος, καταρρίπτω, δαιμόνων ἱδρύματα πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων Αἰσχύλ. Πέρσ. 812, Σοφ. Ἀποσπ. 767.

Greek Monolingual

ἐξαναστρέφω (Α)
αναποδογυρίζω, ανατρέπω, γκρεμίζω κάτι από τη θέση του («ἱδρύματα... ἐξανέστραπται βάθρων», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ἐξαναστρέφω: μέλ. -ψω, εκτοξεύω, ρίχνω κάτι με το κεφάλι προς τα κάτω, με γεν., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. ψω
to hurl headlong from a place, c. gen., Aesch.