Anonymous

βεβαιότης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεβαιότης:''' -ητος, ἡ, [[σταθερότητα]], [[ευστάθεια]], [[ορθότητα]], [[αποφασιστικότητα]], [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], [[διαβεβαίωση]], σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''βεβαιότης:''' -ητος, ἡ, [[σταθερότητα]], [[ευστάθεια]], [[ορθότητα]], [[αποφασιστικότητα]], [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], [[διαβεβαίωση]], σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''βεβαιότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> устойчивость, прочность, надежность Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> верность, обеспеченность, безопасность (βεβαιότητος [[ἕνεκα]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> достоверность, определенность (ἐν τῷ συγγράμματι Plat.).
}}
}}