Anonymous

ἔντευξις: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔντευξις:''' -εως, ἡ ([[ἐντυγχάνω]]),<br /><b class="num">1.</b> τυχαία [[συνάντηση]] κάποιου, [[συναναστροφή]], [[συνομιλία]], [[γνωριμία]], συνέρευση, [[επικοινωνία]], <i>τινος</i>, με κάποιον, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[παράκληση]], [[αίτηση]], [[αναφορά]], σε Πλούτ.· [[μεσολάβηση]], [[συνηγορία]], [[μεσιτεία]] για κάποιον, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἔντευξις:''' -εως, ἡ ([[ἐντυγχάνω]]),<br /><b class="num">1.</b> τυχαία [[συνάντηση]] κάποιου, [[συναναστροφή]], [[συνομιλία]], [[γνωριμία]], συνέρευση, [[επικοινωνία]], <i>τινος</i>, με κάποιον, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[παράκληση]], [[αίτηση]], [[αναφορά]], σε Πλούτ.· [[μεσολάβηση]], [[συνηγορία]], [[μεσιτεία]] για κάποιον, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἔντευξις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> встреча (τινι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> общение, обхождение (πρός τινας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> посещение, беседа (τινος Aeschin. и πρός τινα Plut.): ἐντεύξεις ποιεῖσθαί τινι Isocr., Polyb. иметь беседы с кем-л.;<br /><b class="num">4)</b> предложение, просьба (ἔντευξιν δέχεσθαι Polyb. или διωθεῖσθαι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> чтение (τῆς πραγματείας Polyb.).
}}
}}