3,277,179
edits
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνᾰγείρω:''' μέλ. <i>-αγερῶ</i>, αόρ. αʹ <i>συνήγειρα</i>, Επικ. <i>ξυνάγειρα</i> — Παθ., γʹ πληθ. αορ. <i>συνάγερθεν</i> (αντί <i>-ησαν</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στρατολογώ]], [[συναθροίζω]] στρατιώτες, σε Ηρόδ. — Παθ., συνάγομαι, [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συναγρόμενοι]], Επικ. συγκεκ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ, αυτοί που έχουν συναχθεί, [[σύνταξη]], [[συνάθροιση]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συλλέγω]] τα αναγκαία για βιοπορισμό, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] για τον εαυτό μου, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, συγκεντρώνομαι, σε Πλάτ.· ομοίως στην Παθ., στο ίδ. | |lsmtext='''συνᾰγείρω:''' μέλ. <i>-αγερῶ</i>, αόρ. αʹ <i>συνήγειρα</i>, Επικ. <i>ξυνάγειρα</i> — Παθ., γʹ πληθ. αορ. <i>συνάγερθεν</i> (αντί <i>-ησαν</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στρατολογώ]], [[συναθροίζω]] στρατιώτες, σε Ηρόδ. — Παθ., συνάγομαι, [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συναγρόμενοι]], Επικ. συγκεκ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ, αυτοί που έχουν συναχθεί, [[σύνταξη]], [[συνάθροιση]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συλλέγω]] τα αναγκαία για βιοπορισμό, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] για τον εαυτό μου, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, συγκεντρώνομαι, σε Πλάτ.· ομοίως στην Παθ., στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνᾰγείρω:''' (aor. συνήγειρα - эп. ξυνάγειρα)<br /><b class="num">1)</b> собирать, созывать (ἐκκλησίην Her.; τοὺς Ἓλληνας ἅπαντας Arph.): συναγειρόμενοι и [[συναγρόμενοι]] Hom. собравшиеся; σ. πολὺν βίοτον Hom. накапливать большие богатства; κτήματ᾽, ὅσα ξυναγείρατο Hom. имущество, которое он нажил; σ. ἑαυτόν Plat. собираться с силами, приходить в себя; ἡ [[θρασύτης]] ξυνηγείρετό μοι Plat. я воспрянул духом;<br /><b class="num">2)</b> набирать, снаряжать (στόλον Her.; στρατόν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> устраивать, учреждать (τόνδε τὸν ἀγῶνα Lys.). | |||
}} | }} |