Anonymous

φυτόν: Difference between revisions

From LSJ
550 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῠτόν:''' τό ([[φύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που έχει αναπτυχθεί, [[φυτό]], δέντρο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[δημιούργημα]], λέγεται για ανθρώπους, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> όπως <i>ἕρνος</i>, λέγεται για ανθρώπους, [[απόγονος]], [[παιδί]], σε Ευρ., Θεόκρ.
|lsmtext='''φῠτόν:''' τό ([[φύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που έχει αναπτυχθεί, [[φυτό]], δέντρο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[δημιούργημα]], λέγεται για ανθρώπους, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> όπως <i>ἕρνος</i>, λέγεται για ανθρώπους, [[απόγονος]], [[παιδί]], σε Ευρ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠτόν:''' τό<b class="num">1)</b> растение (φυτῶν ὄρχατοι Hom.; ζῷα καὶ φυτά Plat.);<br /><b class="num">2)</b> побег, отводок (τῆς μύρτου Arst.);<br /><b class="num">3)</b> творение, создание, тварь, существо (Aesch., Eur., Men.; ἐγὼ καὶ σὺ καὶ [[τἄλλα]] φυτὰ πάντα Plat.);<br /><b class="num">4)</b> отрасль, отпрыск, дитя (οὐράνιον φ. Plat.; Χαρίτων φ. Theocr.).
}}
}}