Anonymous

παραλογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραλογίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται στην [[τήρηση]] λογαριασμών, [[υπολογίζω]] [[λάθος]], [[λογαριάζω]] εσφαλμένα, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[παροδηγώ]], [[εξαπατώ]], με διπλ. αιτ., σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> παραπλανώμαι από [[λάθος]] συλλογισμούς, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι παρασυρμένος, σε Αριστ.
|lsmtext='''παραλογίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται στην [[τήρηση]] λογαριασμών, [[υπολογίζω]] [[λάθος]], [[λογαριάζω]] εσφαλμένα, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[παροδηγώ]], [[εξαπατώ]], με διπλ. αιτ., σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> παραπλανώμαι από [[λάθος]] συλλογισμούς, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι παρασυρμένος, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραλογίζομαι:''' <b class="num">1)</b> ошибаться в расчетах, просчитываться Dem.;<br /><b class="num">2)</b> обсчитывать: [[τρία]] ἡμιοβόλια π. τινα Arst. обсчитать кого-л. на три обола;<br /><b class="num">3)</b> неправильно рассуждать ([[Ζήνων]] παραλογίζεται Arst.);<br /><b class="num">4)</b> вводить в заблуждение, обманывать (τινα Isocr., Aeschin., Plut.; ἑαυτόν NT; παραλογισθῆναι καὶ παραλογίσασθαι Arst.).
}}
}}