Anonymous

συναθροίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναθροίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συγκαλώ]], [[συνάγω]], λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, λέγεται για πράγματα, στην Παθ., <i>τὸκεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων</i>, το [[σύνολο]] των συγκεντρωμένων αυτών ποσοτήτων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για μεμονωμένο [[πρόσωπο]], <i>οὐ ξυνήθροισται στρατῷ</i>, δεν συνενώθηκε με το κύριο στρατιωτικό [[σώμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''συναθροίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συγκαλώ]], [[συνάγω]], λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, λέγεται για πράγματα, στην Παθ., <i>τὸκεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων</i>, το [[σύνολο]] των συγκεντρωμένων αυτών ποσοτήτων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για μεμονωμένο [[πρόσωπο]], <i>οὐ ξυνήθροισται στρατῷ</i>, δεν συνενώθηκε με το κύριο στρατιωτικό [[σώμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συναθροίζω:''' <b class="num">1)</b> собирать (τὸ [[στράτευμα]] Xen.; τὸ [[ναυτικόν]] Lys.; ἀγέλην Babr.; τινάς NT): σ. τι εἰς ἕν Arph. собирать что-л. воедино; τὸ [[κεφάλαιον]] πάντων τούτων ξυνηθροισμένων Plat. суть всего этого, вместе взятого;<br /><b class="num">2)</b> присоединять (τί τινι Plat.): ξυναθροίζεσθαι στρατῷ Eur. присоединяться к армии.
}}
}}