Anonymous

ἐπιτρίβω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτρίβω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. βʹ Παθ. ἐπετρίβην [ῐ]·<br /><b class="num">1.</b> [[τρίβω]] [[δυνατά]] πάνω στην [[επιφάνεια]], [[συντρίβω]], [[θρυμματίζω]], σε Αριστοφ. — Παθ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ταλαιπωρώ]], [[πλήττω]], [[θλίβω]], [[στενοχωρώ]], [[καταστρέφω]], [[ερειπώνω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για υποκριτή θεάτρου, «[[δολοφονώ]]», «[[σκοτώνω]]» ήρωα που υποδύομαι, σε Δημ. — Παθ., είμαι ολοκληρωτικά κατεστραμμένος ή αφανίζομαι, σε Σόλ., Αριστοφ.· <i>ἐπιτριβείης</i>, «να χαθείς!», σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπιτρίβω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. βʹ Παθ. ἐπετρίβην [ῐ]·<br /><b class="num">1.</b> [[τρίβω]] [[δυνατά]] πάνω στην [[επιφάνεια]], [[συντρίβω]], [[θρυμματίζω]], σε Αριστοφ. — Παθ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ταλαιπωρώ]], [[πλήττω]], [[θλίβω]], [[στενοχωρώ]], [[καταστρέφω]], [[ερειπώνω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για υποκριτή θεάτρου, «[[δολοφονώ]]», «[[σκοτώνω]]» ήρωα που υποδύομαι, σε Δημ. — Παθ., είμαι ολοκληρωτικά κατεστραμμένος ή αφανίζομαι, σε Σόλ., Αριστοφ.· <i>ἐπιτριβείης</i>, «να χαθείς!», σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτρίβω:''' (ῑβ)<br /><b class="num">1)</b> натирать (до ссадин): ἐπιτριβόμενος τὸν ὦμον Arph. с натертым до ссадин плечом;<br /><b class="num">2)</b> сбивать с ног: τυπτόμενιν ἐπιτριβῆναι Arph. быть избитым и поваленным;<br /><b class="num">3)</b> мучить, терзать (ὀδύναις τινά Xen.); томить (τινὰ πόθῳ Arph.);<br /><b class="num">4)</b> возбуждать, раздражать (τινά Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> оказывать губительное действие, губить, истреблять, убивать ([[ἥλιος]] καίων ἐπιτρίβει τοὺς ἀνθρώπους Her.): ἐπιτοιβείης! Arph. провались ты!; ἐπιτριβείην εἴ τι ἐψευσάμην! Luc. провалиться мне, если я солгал(а)!
}}
}}