Anonymous

ὕποπτος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕποπτος:''' -ον ([[ὑπόψομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτόν που βλέπει [[κάποιος]] [[κάτω]] από τα φρύδια, δηλ. αυτός που αντιμετωπίζεται με [[καχυποψία]] ή φθόνο, Λατ. [[suspectus]], σε Αισχύλ., Θουκ.· με απαρ., [[ὕποπτος]] αὐτοῖς μὴ πέμψαι, τον υποψιάζονται ότι δεν έχει αποστείλει, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>τάδ' ἦν ὕποπτα</i>, σε Ευρ.· <i>ὕποπτον καθεστήκει</i>, ήταν [[θέμα]] φθόνου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ., [[ὑπόπτως]] διακεῖσθαι ή <i>ἔχειν</i>, βρίσκομαι, [[τελώ]] υπό [[αμφισβήτηση]], [[αμφιβολία]], [[υποψία]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτος που υποψιάζεται, που υποπτεύεται [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· <i>τὸ ὕποπτον</i>, [[υποψία]], ζήλια, σε Θουκ.· <i>τῷ ὑπόπτῳ μου</i>, από [[υποψία]] για το άτομό μου, στον ίδ.· επίρρ., με [[καχυποψία]], στον ίδ.· ὕποπτον ἔχειν [[πρός]] τινα, σε Δημ.
|lsmtext='''ὕποπτος:''' -ον ([[ὑπόψομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτόν που βλέπει [[κάποιος]] [[κάτω]] από τα φρύδια, δηλ. αυτός που αντιμετωπίζεται με [[καχυποψία]] ή φθόνο, Λατ. [[suspectus]], σε Αισχύλ., Θουκ.· με απαρ., [[ὕποπτος]] αὐτοῖς μὴ πέμψαι, τον υποψιάζονται ότι δεν έχει αποστείλει, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>τάδ' ἦν ὕποπτα</i>, σε Ευρ.· <i>ὕποπτον καθεστήκει</i>, ήταν [[θέμα]] φθόνου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ., [[ὑπόπτως]] διακεῖσθαι ή <i>ἔχειν</i>, βρίσκομαι, [[τελώ]] υπό [[αμφισβήτηση]], [[αμφιβολία]], [[υποψία]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτος που υποψιάζεται, που υποπτεύεται [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· <i>τὸ ὕποπτον</i>, [[υποψία]], ζήλια, σε Θουκ.· <i>τῷ ὑπόπτῳ μου</i>, από [[υποψία]] για το άτομό μου, στον ίδ.· επίρρ., με [[καχυποψία]], στον ίδ.· ὕποπτον ἔχειν [[πρός]] τινα, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕποπτος:''' <b class="num">1)</b> подозрительный, недоверчивый (πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> предполагающий, опасающийся: ὕ. ὢν Τρωϊκῆς ἁλώσεως Eur. предвидя взятие Трои;<br /><b class="num">3)</b> внушающий подозрение, подозрительный: ὕ. τινι Thuc., Eur.; внушающий подозрение кому-л.; ὕ. τινος Plut. или ἐπί τινι Luc. подозреваемый в чем-л.; [[τοῦτο]] [[ὕποπτον]] ἂν γένοιτο Xen. это могло бы возбудить подозрение - см. тж. [[ὕποπτον]].
}}
}}