Anonymous

παραπλέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραπλέω:''' Ιων. -[[πλώω]]· μέλ. -[[πλεύσομαι]] και <i>-οῦμαι</i>· Επικ. αόρ. βʹ <i>παρέπλων</i> (όπως αν προερχόταν από [[ρήμα]] εις <i>-μι</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[πλέω]] δίπλα ή πέρα, απόλ., [[οἴη]] δὴ κείνῃ γε [[παρέπλω]] [[Ἀργώ]], ήταν το μόνο [[πλοίο]] που επλευσε [[ανάμεσα]] σε εκείνο το [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ.· ἐν [[χρῷ]] παραπλέοντες, πλέοντας [[ξυστά]], [[πολύ]] κοντά όπως το [[ξύρισμα]] πάνω στο [[δέρμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλέω]] κατά [[μήκος]] της ακτής, με αιτ. τόπου, λέγεται για ανθρώπους που πλέουν κοντά στην [[ακτή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παραπλέω:''' Ιων. -[[πλώω]]· μέλ. -[[πλεύσομαι]] και <i>-οῦμαι</i>· Επικ. αόρ. βʹ <i>παρέπλων</i> (όπως αν προερχόταν από [[ρήμα]] εις <i>-μι</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[πλέω]] δίπλα ή πέρα, απόλ., [[οἴη]] δὴ κείνῃ γε [[παρέπλω]] [[Ἀργώ]], ήταν το μόνο [[πλοίο]] που επλευσε [[ανάμεσα]] σε εκείνο το [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ.· ἐν [[χρῷ]] παραπλέοντες, πλέοντας [[ξυστά]], [[πολύ]] κοντά όπως το [[ξύρισμα]] πάνω στο [[δέρμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλέω]] κατά [[μήκος]] της ακτής, με αιτ. τόπου, λέγεται για ανθρώπους που πλέουν κοντά στην [[ακτή]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραπλέω:''' эп.-ион. [[παραπλώω]] (fut. παραπλεύσομαι и παραπλοῦμαι; эп. aor. 2 παρέπλων)<br /><b class="num">1)</b> плыть мимо, проплывать: παραπλέοντες ἐθεώρουν τὴν [[ἀκτήν]] Xen. плывя вдоль берега, они увидели мыс;<br /><b class="num">2)</b> плыть, приплывать (τόπον Her., Arst. и παρὰ τόπον Her.; ἐκ Σινώπης εἰς Ἡράκλειαν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> (на корабле) миновать (τὴν Ἔφεσον NT).
}}
}}