Anonymous

ἀπονωτίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονωτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αναγκάζω]] κάποιον να στρέψει τα [[νώτα]] και να φύγει, <i>τινά</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπονωτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αναγκάζω]] κάποιον να στρέψει τα [[νώτα]] και να φύγει, <i>τινά</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονωτίζω:''' (тж. ἀ. φυγῇ Eur.) обращать в бегство (τινά Soph.).
}}
}}