ἀπονωτίζω

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονωτίζω Medium diacritics: ἀπονωτίζω Low diacritics: απονωτίζω Capitals: ΑΠΟΝΩΤΙΖΩ
Transliteration A: aponōtízō Transliteration B: aponōtizō Transliteration C: aponotizo Beta Code: a)ponwti/zw

English (LSJ)

turn one's back and flee, S.Fr.713; trans. in causal sense, ἀ. τινὰς φυγῇ E.Ba.763.

Spanish (DGE)

1 huir volviendo la espalda s. cont., S.Fr.713.
2 hacer huir κἀπενώτιζον φυγῇ γυναῖκες ἄνδρας E.Ba.763.
3 en v. med. quitarse un peso de los hombros ἀπονωτίσασθαι δὲ τὸ καταθέσθαι Hsch.s.u. νωτίσασθαι.

German (Pape)

[Seite 317] den Rücken abkehren, wie Hesych. aus Soph. frg. 638 ἀπενώτισαν erkl.: ἀπέστρεψαν τὰ νῶτα; dah. φυγῇ τινα, Elnen in die Flucht schlagen, Eur. Bacch. 762.

French (Bailly abrégé)

faire tourner le dos, mettre en fuite.
Étymologie: ἀπό, νωτίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονωτίζω: (тж. ἀ. φυγῇ Eur.) обращать в бегство (τινά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονωτίζω: ἀναγκάζω τινὰ νὰ στρέψῃ τὰ νῶτα καὶ φύγῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 638· ἐτραυμάτιζον κἀπενώτιζον φυγῇ γυναῖκες ἄνδρας Εὐρ. Βάκχ. 763, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ἀπονωτίζω (Α)
αναγκάζω κάποιον να στρέψει τα νώτα και να φύγει.

Greek Monotonic

ἀπονωτίζω: μέλ. -σω, αναγκάζω κάποιον να στρέψει τα νώτα και να φύγει, τινά, σε Ευρ.

Middle Liddell

to make one turn his back and flee, τινά Eur.