Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στεγάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στεγάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, = [[στέγω]], [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], [[ταβανώνω]], σε Ξεν.· μεταφ., <i>ὕπνοςστεγάζει τινά</i>, τον σκεπάζει, τον αγκαλιάζει, τον τυλίγει, σε Σοφ. — Παθ., [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, [[πλοίο]] που βρίσκεται στο [[νεώριο]], ναύσταθμο, σε Αντιφών.
|lsmtext='''στεγάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, = [[στέγω]], [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], [[ταβανώνω]], σε Ξεν.· μεταφ., <i>ὕπνοςστεγάζει τινά</i>, τον σκεπάζει, τον αγκαλιάζει, τον τυλίγει, σε Σοφ. — Παθ., [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, [[πλοίο]] που βρίσκεται στο [[νεώριο]], ναύσταθμο, σε Αντιφών.
}}
{{elru
|elrutext='''στεγάζω:''' <b class="num">1)</b> прикрывать, покрывать (τὰ σώματα Xen.): ἐστεγασμένος τὸ [[ἄνω]] Xen. прикрытый сверху;<br /><b class="num">2)</b> (о сне) окутывать, обнимать (τινά Soph.).
}}
}}