Anonymous

ἀειθαλής: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀειθᾰλής:''' -ές ([[θάλλω]]), αυτός που είναι [[πάντοτε]] [[ανθηρός]], [[συνέχεια]] ανθισμένος, [[ακμαίος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀειθᾰλής:''' -ές ([[θάλλω]]), αυτός που είναι [[πάντοτε]] [[ανθηρός]], [[συνέχεια]] ανθισμένος, [[ακμαίος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀειθᾰλής:''' <b class="num">1)</b> вечно цветущий, вечнозеленый ([[δάφνη]] Plut.; [[γήτειον]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> неувядаемый, бессмертный ([[πνεῦμα]] Plut.).
}}
}}