Anonymous

ἅλωσις: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἅλωσις:''' -εως, Ιων. <i>-ιος</i>, <i>ἡ</i> ([[ἁλίσκομαι]], [[ἁλῶναι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άλωση]], [[εκπόρθηση]], [[κατάκτηση]], [[κυριαρχία]], [[αιχμαλωσία]], [[κατάλυση]], [[καταστροφή]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>δαΐων ἅλ</i>., [[κατάκτηση]] από τον εχθρό, στον ίδ.· τα μέσα της άλωσης, σε Σοφ.· [[ἁλῶναι]] ἰσχυρὰν ἅλωσιν, [[κατάλυση]] [[χωρίς]] τη διέξοδο διαφυγής, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[καταδίκη]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἅλωσις:''' -εως, Ιων. <i>-ιος</i>, <i>ἡ</i> ([[ἁλίσκομαι]], [[ἁλῶναι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άλωση]], [[εκπόρθηση]], [[κατάκτηση]], [[κυριαρχία]], [[αιχμαλωσία]], [[κατάλυση]], [[καταστροφή]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>δαΐων ἅλ</i>., [[κατάκτηση]] από τον εχθρό, στον ίδ.· τα μέσα της άλωσης, σε Σοφ.· [[ἁλῶναι]] ἰσχυρὰν ἅλωσιν, [[κατάλυση]] [[χωρίς]] τη διέξοδο διαφυγής, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[καταδίκη]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἅλωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> захват, взятие, завоевание (Μιλήτου Her.; Ἰλίου Aesch.; Τροίας Plat.: τῆς πόλεως Plut.);<br /><b class="num">2)</b> захват в плен, пленение или поимка (τοῦ βασιλέως Plut.): ἑαλωκότες ἄφυκτον ἅλωσιν Plut. захваченные в плен, из которого побег невозможен;<br /><b class="num">3)</b> возможность захвата (μόνην ἔχοντες τήνδ᾽ ἅλωσιν Ἰλίου Soph.);<br /><b class="num">4)</b> юр. взятие под стражу, т. е. обвинительный приговор Plat.;<br /><b class="num">5)</b> ловля (αἱ τῶν ἰχθύων ἁλώσεις Arst.).
}}
}}