3,270,357
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῡμηγερέων:''' ([[ἀγείρω]]), μτχ. με ενεστ. σε [[αχρηστία]], αυτός που ανακτά την [[ψυχή]] του, συγκεντρώνει τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''θῡμηγερέων:''' ([[ἀγείρω]]), μτχ. με ενεστ. σε [[αχρηστία]], αυτός που ανακτά την [[ψυχή]] του, συγκεντρώνει τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῡμηγερέων:''' part. m [[ἀγείρω]] собирающий (последние) силы, еле живой (ἐκ δ᾽ [[ἔπεσον]] θ. Hom.). | |||
}} | }} |