Anonymous

θυμηγερέων: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῡμηγερέων:''' ([[ἀγείρω]]), μτχ. με ενεστ. σε [[αχρηστία]], αυτός που ανακτά την [[ψυχή]] του, συγκεντρώνει τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''θῡμηγερέων:''' ([[ἀγείρω]]), μτχ. με ενεστ. σε [[αχρηστία]], αυτός που ανακτά την [[ψυχή]] του, συγκεντρώνει τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμηγερέων:''' part. m [[ἀγείρω]] собирающий (последние) силы, еле живой (ἐκ δ᾽ [[ἔπεσον]] θ. Hom.).
}}
}}