3,276,932
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νύσσω:''' Αττ. [[νύττω]], μέλ. <i>-ξω</i>, [[τρυπώ]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]], [[τσιμπώ]], [[κεντρίζω]], [[διαπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ἀγκῶνι νύξας</i>, έχοντάς τον ακουμπήσει [[ελαφρά]] με τον αγκώνα, σε Ομήρ. Οδ.· [[νύσσω]] γνώμην, την [[κεντρίζω]], την [[τρυπώ]] (με σκοπό να τη διερευνήσω), σε Αριστοφ. | |lsmtext='''νύσσω:''' Αττ. [[νύττω]], μέλ. <i>-ξω</i>, [[τρυπώ]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]], [[τσιμπώ]], [[κεντρίζω]], [[διαπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ἀγκῶνι νύξας</i>, έχοντάς τον ακουμπήσει [[ελαφρά]] με τον αγκώνα, σε Ομήρ. Οδ.· [[νύσσω]] γνώμην, την [[κεντρίζω]], την [[τρυπώ]] (με σκοπό να τη διερευνήσω), σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νύσσω:''' атт. [[νύττω]]<br /><b class="num">1)</b> колоть, поражать (τινὰ ξίφεσιν τε καὶ ἔγχεσιν Hom.; λόγχῃ τὴν πλευράν NT);<br /><b class="num">2)</b> ударять, бить (ἀσπίδα [[χείρεσσι]] Hom.; χθόνα χηλῇσι Hes.; θυρεούς ἐγχειριδίοις Plut.);<br /><b class="num">3)</b> толкать, подталкивать (τινὰ ἀγκῶνι Hom.; [[σῶμα]] νυττόμενον ἀπὸ [[τῇς]] ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">4)</b> отражать, опровергать (γνωμιδίῳ γνώμην Arph.). | |||
}} | }} |