3,276,932
edits
(27) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[νύσσω]], Α αττ. τ. [[νύττω]])<br />[[τρυπώ]] με οξύ όργανο, [[κεντώ]] («ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτών [[λόγχη]] αὐτοῡ τὴν πλευρὰν ἔνυξε», ΚΔ)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]], [[ανακινώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πειράζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]] («χθόνα... ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> ωθώ [[ελαφρά]], [[σκουντώ]]<br /><b>3.</b> [[ενοχλώ]]<br /><b>4.</b> [[παροτρύνω]]<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[αισθητήριο]] όργανο) [[προκαλώ]] ερεθισμό<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>νύσσομαι</i><br />(για [[νεύρο]]) [[υφίσταμαι]] [[χαλάρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νύσσω]] δεν έχει αντίστοιχους τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Παρ' όλα αυτά, έχει συνδεθεί με γερμ. και σλαβ. τ., <b>πρβλ.</b> γερμ. <i>nucken</i> «[[κουνώ]] το [[κεφάλι]]», αρχ. σλαβ. <i>nukati</i>, <i>njukat</i> «[[διεγείρω]], [[ενθαρρύνω]]». Η [[σύνδεση]] όμως με τους τύπους αυτούς θα σήμαινε την [[ένταξη]] του ρήματος στην [[οικογένεια]] του [[νεύω]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>nu</i><i>ō</i>), [[άποψη]] που προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες]. | |mltxt=(ΑΜ [[νύσσω]], Α αττ. τ. [[νύττω]])<br />[[τρυπώ]] με οξύ όργανο, [[κεντώ]] («ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτών [[λόγχη]] αὐτοῡ τὴν πλευρὰν ἔνυξε», ΚΔ)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]], [[ανακινώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πειράζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]] («χθόνα... ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> ωθώ [[ελαφρά]], [[σκουντώ]]<br /><b>3.</b> [[ενοχλώ]]<br /><b>4.</b> [[παροτρύνω]]<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[αισθητήριο]] όργανο) [[προκαλώ]] ερεθισμό<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>νύσσομαι</i><br />(για [[νεύρο]]) [[υφίσταμαι]] [[χαλάρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νύσσω]] δεν έχει αντίστοιχους τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Παρ' όλα αυτά, έχει συνδεθεί με γερμ. και σλαβ. τ., <b>πρβλ.</b> γερμ. <i>nucken</i> «[[κουνώ]] το [[κεφάλι]]», αρχ. σλαβ. <i>nukati</i>, <i>njukat</i> «[[διεγείρω]], [[ενθαρρύνω]]». Η [[σύνδεση]] όμως με τους τύπους αυτούς θα σήμαινε την [[ένταξη]] του ρήματος στην [[οικογένεια]] του [[νεύω]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>nu</i><i>ō</i>), [[άποψη]] που προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νύσσω:''' Αττ. [[νύττω]], μέλ. <i>-ξω</i>, [[τρυπώ]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]], [[τσιμπώ]], [[κεντρίζω]], [[διαπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ἀγκῶνι νύξας</i>, έχοντάς τον ακουμπήσει [[ελαφρά]] με τον αγκώνα, σε Ομήρ. Οδ.· [[νύσσω]] γνώμην, την [[κεντρίζω]], την [[τρυπώ]] (με σκοπό να τη διερευνήσω), σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |