Anonymous

ἐναγώνιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾰγώνιος:''' -ον, αυτός που ανήκει, είναι [[κατάλληλος]] για έναν αγώνα, σε Πλούτ., Λουκ.· λέγεται για θεούς που είχαν την [[επιστασία]] των αγώνων, σε Σιμων., κ.λπ.
|lsmtext='''ἐνᾰγώνιος:''' -ον, αυτός που ανήκει, είναι [[κατάλληλος]] για έναν αγώνα, σε Πλούτ., Λουκ.· λέγεται για θεούς που είχαν την [[επιστασία]] των αγώνων, σε Σιμων., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνᾰγώνιος:''' <b class="num">1)</b> покровительствующий состязаниям ([[Ἑρμῆς]] Pind., Aesch., Arph.);<br /><b class="num">2)</b> участвующий в состязании ([[παῖς]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> исполняемый на состязании ([[ὄρχησις]] Luc.);<br /><b class="num">4)</b> надеваемый для состязаний ([[κόσμος]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> одерживаемый на состязаниях (νίκαι Arst.);<br /><b class="num">6)</b> военный, боевой ([[ἐνέργεια]] Diod.; [[ἐσθής]], [[ἀλαλαγμός]] Plut.): ἐναγώνιοι πυκνώσεις Polyb. сомкнутые боевые порядки;<br /><b class="num">7)</b> воинственный, резкий (τοῦ σώματος [[κίνησις]] Diod.).
}}
}}