Anonymous

δίπτυχος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίπτῠχος:''' -ον ([[πτυχή]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[διπλή]] [[πτύχωση]], διπλωμένος, σε Ομήρ. Οδ.· δ. [[δελτίον]], [[ζευγάρι]] από πλακίδια, σε Ηρόδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., [[δίπτυχα]] ποιήσαντες (<i>τὴν κνῖσαν</i>), έχοντας διπλασιάσει το [[λίπος]], δηλ. βάζοντας ένα [[στρώμα]] λίπους [[κάτω]] από τους μηρούς (<i>μηροί</i>), και [[άλλο]] ένα πάνω από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[δύο]] ειδών, Λατ. [[geminus]], σε Ευρ.· και στον πληθ. = <i>δισσοί</i>, [[δύο]], στον ίδ.
|lsmtext='''δίπτῠχος:''' -ον ([[πτυχή]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[διπλή]] [[πτύχωση]], διπλωμένος, σε Ομήρ. Οδ.· δ. [[δελτίον]], [[ζευγάρι]] από πλακίδια, σε Ηρόδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., [[δίπτυχα]] ποιήσαντες (<i>τὴν κνῖσαν</i>), έχοντας διπλασιάσει το [[λίπος]], δηλ. βάζοντας ένα [[στρώμα]] λίπους [[κάτω]] από τους μηρούς (<i>μηροί</i>), και [[άλλο]] ένα πάνω από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[δύο]] ειδών, Λατ. [[geminus]], σε Ευρ.· και στον πληθ. = <i>δισσοί</i>, [[δύο]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίπτῠχος:''' <b class="num">1)</b> вдвое сложенный, дважды обернутый (ἀμφ᾽ ὤμοισι [[λώπη]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> двустворчатый, состоящий из двух дощечек ([[δελτίον]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> двойной ([[δῶρον]] θεᾶς Eur.);<br /><b class="num">4)</b> двойственный, двоедушный ([[γλῶσσα]] Eur.);<br /><b class="num">5)</b> pl. два, двое, оба (δίπτυχοι νεανίαι Eur.).
}}
}}