δίπτυχος

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίπτῠχος Medium diacritics: δίπτυχος Low diacritics: δίπτυχος Capitals: ΔΙΠΤΥΧΟΣ
Transliteration A: díptychos Transliteration B: diptychos Transliteration C: diptychos Beta Code: di/ptuxos

English (LSJ)

δίπτυχον, (πτύσσω)
A double-folded, doubled, δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχων… λώπην Od.13.224 (so δίπτυχα λώπην, metaplast. acc. as if from δίπτυξ, A.R.2.32); δίπτυχον δελτίον = a pair of tablets, Hdt.7.239; δίπτυχον κάτοπτρον = folding mirror, BGU717.12; κωδίκιλλοι δ. ib.326ii 15 (ii A. D.):—in the Homeric phrase δίπτυχα ποιήσαντες [τὴν κνίσην], δίπτυχα is interpr. by Sch. BT as an Adv., having doubled the fat, i.e. putting one layer of fat under the thighs (μηροί) and another over them, but may be acc., = fold, Il.1.461, al.
II twofold, δ. δῶρον E.Ion1010; γλῶσσα Id.Tr.286: in plural, = δισσοί, two, δ. ὀδύναι S.Fr.152; νεανίαι E.IT242, cf. Or.633, Andr.578, Ar.Fr.558.
III δίπτυχα, τά, = Lat. tabulae, SIG827 i 9 (Delph., ii A. D.).

Spanish (DGE)

(δίπτῠχος) -ον
I 1doblado, plegado en dos, doble de textiles δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσα ... λώπην Od.13.224, ὀθόνιον Gal.7.698, Aët.5.90
doblado, plegado en dos ὅσα δὲ (ἔμβρυα) δίπτυχα πτύσσεται Hp.Mul.1.69, ἱμάς Hp.Art.71, cf. Gal.10.703.
2 que se abre en dos, de dos hojas δελτίον δίπτυχον tablilla de dos hojas, díptico Hdt.7.239, cf. I.AI 14.222, κωδίκιλλος BGU 326.2.15 (II d.C.), γραμματείδιον δίπτυχον λελευκωμένον ID 1449A.ab.1.29, cf. 1450A.104 (ambas II a.C.), gener. κάτοπτρον POxy.3491.7, BGU 717.12, cf. Stud.Pal.20.15.10 (todos II d.C.), ἐνώτιον PMasp.340ue.29 (biz.), αἱ δίπτυχοι θύραι glos. a κλισιάδες Hsch.
3 ahorquillado, bífido γλῶττα D.S.2.56, ἰχθύος οὐρή Nonn.D.1.78
fig. bífido, de doblez, falaz γλῶσσα E.Tr.286.
4 de cosas exentas que consiste en dos, doble δῶρον el don de Atenea consistente en dos gotas de la sangre de la Gorgona, E.Io 1010, τέκνων ... δ. γονή doble generación de hijos, consistente en dos hijos E.Med.1136, cf. Nonn.D.9.321, δ. ἄτη ref. a la muerte de dos hermanos SEG 34.1290 (Frigia, imper.), cf. GVI 1597.7 (Larisa III d.C.), τόκοι Lyc.1245, cf. 554
en plu. o dual dos δίπτυχοι ... ὀδύναι dos partos, dos hijos S.Fr.152.2 (= Lyr.Adesp.97), κόρω Ar.Fr.570, νεανίαι E.IT 242, τόκοι gemelos Lyc.1245, cf. 554, ὁδοί δίπτυχοι E.Or.633, de cosas naturalmente dobles παρειά E.Tr.280, χεῖρες E.Andr.578, κολαπτὸν ἄθρει γράμμα διπτύχοις κόραις IMEG 63.5 (III/II a.C.), χήλεα Mesom.13.12
neutr. como adv. ὀρχοῦμαι δίπτυχα (no) bailo la misma figura de baile dos veces en una comparación con rétores artificiosos, Aristid.Or.28.129.
II subst.
1 τὸ δίπτυχον = doble capa κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν δίπτυχα ποιήσαντες recubrieron (los muslos de la res para asarlos) con grasa formando dos capas, Il.1.461, 2.424, Od.3.458.
2 οἱ δίπτυχοι = conjunto de dos meses, bimestre φίλης τ' ὀπώρας διπτύχους ἧρος τ' ἴσους E.Fr.990.
3 αἱ, οἱ δίπτυχοι = tablillas de doble hoja, dípticos para listas oficiales τῶν ἄλλων ἀρχιερέων πρῶτος ταῖς διπτύχους ἐνγραφόμενος IEphesos 22.28 (II d.C.)
esp. las listas de oferentes y autoridades leídas en la liturgia crist., Gr.Naz.M.36.720B, Euagr.Schol.HE 3.21, Facund.ML 67.608D, οἱ ἱεροὶ τῆς ἐκκλησίας δίπτυχοι Cod.Iust.1.1.7.22, cf. Cod.Theod.15.9.1, Io.Mal.Chron.M.97.236B, 701A.
4 τὸ δίπτυχον = concha bivalva de la ostra, Ambr.Hex.5.8.22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 plié en deux replié ; δελτίον δίπτυχον HDT tablette double ou repliée ; adv. • δίπτυχα IL de manière à former une double couche, d'un côté et de l'autre, tout autour;
2 double, au plur. deux.
Étymologie: δίς, πτύσσω.

German (Pape)

ον, = δίπτυξ.

Russian (Dvoretsky)

δίπτῠχος:
1 вдвое сложенный, дважды обернутый (ἀμφ᾽ ὤμοισι λώπη Hom.);
2 двустворчатый, состоящий из двух дощечек (δελτίον Her.);
3 двойной (δῶρον θεᾶς Eur.);
4 двойственный, двоедушный (γλῶσσα Eur.);
5 pl. два, двое, оба (δίπτυχοι νεανίαι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δίπτῠχος: -ον, (πτύσσω), δὶς συνεπτυγμένος, δύο πτυχὰς ἔχων, διπλωμένος, δίπτυχον ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχων... λώπην Ὀδ. Ν. 224 (οὕτω, δίπτυχα λώπην, αἰτιατικὴ κατὰ μεταπλασμόν, ὡς εἶ ἦτο ἡ ὀνομαστικὴ δίπτυξ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 32)· δ. δελτίον, δίθυρον, εἰς δύο διπλούμενον, Ἡρόδ. 7. 239 (παρὰ μεταγ. συγγραφ. δίπτυχα, τά)· ― ἐν τῇ Ὁμηρ. φράσει δίπτυχα ποιήσαντες [τὴν κνῖσαν], ἡ ἀρίστη ἑρμηνεία εἶναι ἡ τῶν Ἑνετ. Σχολ. καθ’ ἣν τὸ δίπτυχα λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς, διπλώσαντες τὴν πιμελήν, δηλ. θέντες μίαν σειρὰν πιμελῆς (ἐπιπλόου) ὑπὸ τοὺς προσφερομένους μηρούς, ἑτέραν δὲ ἐπ’ αὐτῶν, «ὥστε τὸ μὲν ὑπερστρῶσθαι, τὸ δὲ ἐπιβεβλῆσθαι», Ἰλ. Α. 461, Β. 424, κτλ. ΙΙ. διπλοῦς, Λατ. geminus, δ. δῶρον Εὐρ. Ἴωνι 1010· γλῶσσα ὁ αὐτ. Τρῳ. 286· καὶ ἐν τῷ πληθ. δισσοί, δύο δ. ὀδύναι, Σοφ. Ἀποσπ. 464· νεανίαι Εὐρ. Ι. Τ. 242, πρβλ. Ὀρ. 633, Ἀνδρ. 578, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471.

English (Autenrieth)

= δίπτυξ, λώπη, see δίπλαξ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίπτυχος, -ον)
Ι. αυτός που έχει δύο επάλληλες πτυχές, ο διπλωμένος στα δύο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο δίπτυχος
1. δεκάποδο καρκινοειδές
2. τελεόστεος ιχθύς τών γλυκών νερών
αρχ.
φρ.
1. «δίπτυχοι νεανίαι» — οι δύο νέοι
2. «δίπτυχος γλῶσσα» — διπλή, διφορούμενη γλώσσα
3. «δίπτυχοι ὀδύναι» — διπλά βάσανα
4. «δίπτυχα ποιήσαντες...» — αφού σκέπασαν το κρέας με δύο στρώματα λίπους
II. το ουδ. ως ουσ. το δίπτυχο (AM δίπτυχον)
1. κώδικας με δύο δέλτους, δύο πινακίδες
2. φορητή εικόνα με δύο ενωμένες πινακίδες που φέρουν γραπτές ή ανάγλυφες παραστάσεις
3. τα
δίπτυχα
δίστηλοι πίνακες με ονόματα ζώντων και τεθνεώτων για να μνημονεύσει ο λειτουργός «ὑπὲρ ὑγείας καὶ ὑπὲρ ἀναπαύσεως» κατά την πρόθεση και κατά τη θεία λειτουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -πτυχος < πτυχή (πρβλ. πολύπτυχος, τρίπτυχος)].

Greek Monotonic

δίπτῠχος: -ον (πτυχή),·
I. αυτός που έχει διπλή πτύχωση, διπλωμένος, σε Ομήρ. Οδ.· δ. δελτίον, ζευγάρι από πλακίδια, σε Ηρόδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., δίπτυχα ποιήσαντες (τὴν κνῖσαν), έχοντας διπλασιάσει το λίπος, δηλ. βάζοντας ένα στρώμα λίπους κάτω από τους μηρούς (μηροί), και άλλο ένα πάνω από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.
II. δύο ειδών, Λατ. geminus, σε Ευρ.· και στον πληθ. = δισσοί, δύο, στον ίδ.

Middle Liddell

adj πτυχή
I. double-folded, doubled, Od.; δ. δελτίον a pair of tablets, Hdt.:—neut. pl. as adv., δίπτυχα ποιήσαντες [τὴν κνῖσαν], having doubled the fat, i. e. putting one layer of fat under the thighs (μηροί) and another over them, Il.,
II. twofold, Lat. geminus, Eur.: and in plural = δισσοί, two, Eur.