Anonymous

ἵδρυσις: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἵδρῡσις:''' -εως, ἡ ([[ἱδρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ίδρυση]], [[ανέγερση]], [[οικοδόμηση]], λέγεται για ιερά, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[Ἑρμέω]] ἱδρύσιες, αγάλματα του Ερμή, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἵδρῡσις:''' -εως, ἡ ([[ἱδρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ίδρυση]], [[ανέγερση]], [[οικοδόμηση]], λέγεται για ιερά, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[Ἑρμέω]] ἱδρύσιες, αγάλματα του Ερμή, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἵδρῡσις:''' εως (ῐδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> возведение, сооружение, постройка (ἱερῶν Plat.; πόλεως Plut.);<br /><b class="num">2)</b> храм, святилище: ἱδρύσεις ὑπισχνεῖσθαι θεοῖς Plat. давать обет воздвигнуть храмы богам;<br /><b class="num">3)</b> изображение, изваяние ([[Ἑρμέω]] ἱδρύσιες Anth. - с ῠ);<br /><b class="num">4)</b> местопребывание, местонахождение, место (οὐκ ἔχειν ἵδρυσιν Plut.).
}}
}}