3,274,921
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίρροθος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που σπεύδει προς [[διάσωση]], [[βοηθός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με γεν., αυτός που παρέχει [[βοήθεια]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐπ. [[κακά]]</i>, αυτός που κατηγορεί, μέμφεται αλλεπάλληλα, [[κακολόγος]], σε Σοφ., πρβλ. [[ἐπιτάρροθος]]. | |lsmtext='''ἐπίρροθος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που σπεύδει προς [[διάσωση]], [[βοηθός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με γεν., αυτός που παρέχει [[βοήθεια]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐπ. [[κακά]]</i>, αυτός που κατηγορεί, μέμφεται αλλεπάλληλα, [[κακολόγος]], σε Σοφ., πρβλ. [[ἐπιτάρροθος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίρροθος:''' <b class="num">1)</b> спешащий на выручку, оказывающий помощь (τινι Hom.; εὐφρόναι Hes.);<br /><b class="num">2)</b> спасающий, избавляющий (ἀλγέων Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> резкий, язвительный, оскорбительный: κινῶν ἄνδρα ἀνὴρ ἐπιρρόθοις κακοῖσιν Soph. возбуждая друг друга колкостями;<br /><b class="num">4)</b> достойный порицания, дрянной (δώματα Soph.). | |||
}} | }} |