Anonymous

εὔρυθμος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔρυθμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[ρυθμικός]], λέγεται για μουσικό χρόνο ή ρυθμό, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αναλογικός, [[συμμετρικός]], σε Ξεν.· λέγεται για [[πανοπλία]], αυτή που εφαρμόζει [[καλά]], στον ίδ.
|lsmtext='''εὔρυθμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[ρυθμικός]], λέγεται για μουσικό χρόνο ή ρυθμό, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αναλογικός, [[συμμετρικός]], σε Ξεν.· λέγεται για [[πανοπλία]], αυτή που εφαρμόζει [[καλά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔρυθμος:''' <b class="num">1)</b> слаженный, стройный, размеренный, мерный (κρούματα Arph.; [[κίνησις]] Plat.; [[μουσική]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> соразмерный, изящный ([[σχῆμα]] Plat., σώματα Xen.; [[ὀρνίθιον]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> хорошо пригнанный, хорошо сидящий ([[θώραξ]] Xen.).
}}
}}