Anonymous

ἀηδονιδεύς: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀηδονιδεύς:''' -έως, ὁ ([[ἀηδών]]), [[νεογνό]] [[αηδόνι]], [[αηδονάκι]], σε Θεόκρ.· σε Επικ. πληθ. <i>ἀηδονιδῆες</i>.
|lsmtext='''ἀηδονιδεύς:''' -έως, ὁ ([[ἀηδών]]), [[νεογνό]] [[αηδόνι]], [[αηδονάκι]], σε Θεόκρ.· σε Επικ. πληθ. <i>ἀηδονιδῆες</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀηδονιδεύς:''' εως ὁ (pl. ἀηδονιδῆες) птенец соловья Theocr.
}}
}}