3,277,172
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλοφώϊος:''' -ον, Επικ. επίθ., [[καταστροφικός]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Οδ.· ὀλοφώια [[εἰδώς]], [[έμπειρος]] σε καταστροφικά τεχνάσματα, στο ίδ. (από √<i>ΟΛ</i>, του [[ὄλλυμι]]· η [[κατάληξη]] <i>-φώιος</i> δεν έχει ερμηνευθεί). | |lsmtext='''ὀλοφώϊος:''' -ον, Επικ. επίθ., [[καταστροφικός]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Οδ.· ὀλοφώια [[εἰδώς]], [[έμπειρος]] σε καταστροφικά τεχνάσματα, στο ίδ. (από √<i>ΟΛ</i>, του [[ὄλλυμι]]· η [[κατάληξη]] <i>-φώιος</i> δεν έχει ερμηνευθεί). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλοφώϊος:''' зловредный, коварный ([[δήνεα]] Hom.; λύκων [[ἔθνος]] Theocr.): ὀλοφώϊα [[εἰδώς]] Hom. опытный в коварстве. | |||
}} | }} |