ὀλοφώϊος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοφώϊος:''' -ον, Επικ. επίθ., [[καταστροφικός]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Οδ.· ὀλοφώια [[εἰδώς]], [[έμπειρος]] σε καταστροφικά τεχνάσματα, στο ίδ. (από √<i>ΟΛ</i>, του [[ὄλλυμι]]· η [[κατάληξη]] <i>-φώιος</i> δεν έχει ερμηνευθεί).
|lsmtext='''ὀλοφώϊος:''' -ον, Επικ. επίθ., [[καταστροφικός]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Οδ.· ὀλοφώια [[εἰδώς]], [[έμπειρος]] σε καταστροφικά τεχνάσματα, στο ίδ. (από √<i>ΟΛ</i>, του [[ὄλλυμι]]· η [[κατάληξη]] <i>-φώιος</i> δεν έχει ερμηνευθεί).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοφώϊος:''' зловредный, коварный ([[δήνεα]] Hom.; λύκων [[ἔθνος]] Theocr.): ὀλοφώϊα [[εἰδώς]] Hom. опытный в коварстве.
}}
}}