Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀλοφώϊος: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλοφώϊος]], -ον (Α)<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]], [[θανατηφόρος]] («ὀλοφώϊα εἰδώς» — [[έμπειρος]] ολέθριων τεχνασμάτων, <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. της λ. «[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]» είχε οδηγήσει, [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], στη [[σύνδεση]] της με το ρ. [[ὄλλυμι]], [[άποψη]] όμως, που προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Η [[χρησιμοποίηση]] της λ. σε χωρία του ομηρικού κειμένου με σημ. «[[πανούργος]], [[πονηρός]]» επέτρεψε τη [[σύνδεση]] της με το ρ. <i>ἐλεφ</i>-<i>αίρομαι</i> «[[εξαπατώ]]». Τέλος, η κατάλ. -<i>ώϊος</i> υποδεικνύει πιθ. την ύπαρξη ενός ουσ. σε -<i>ως</i> ή -<i>ω</i>, από το οποίο θα έχει παραχθεί το επίθ. [[ὀλοφώϊος]] (<b>πρβλ.</b> [[ηρώιος]]: [[ήρως]], [[μητρώιος]]: [[μήτρως]], [[λεχώιος]]: [[λεχώ]]), αν δεν πρόκειται για απλό αναλογικό σχηματισμό (<b>πρβλ.</b> [[ολώιος]])].
|mltxt=[[ὀλοφώϊος]], -ον (Α)<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]], [[θανατηφόρος]] («ὀλοφώϊα εἰδώς» — [[έμπειρος]] ολέθριων τεχνασμάτων, <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. της λ. «[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]» είχε οδηγήσει, [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], στη [[σύνδεση]] της με το ρ. [[ὄλλυμι]], [[άποψη]] όμως, που προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Η [[χρησιμοποίηση]] της λ. σε χωρία του ομηρικού κειμένου με σημ. «[[πανούργος]], [[πονηρός]]» επέτρεψε τη [[σύνδεση]] της με το ρ. <i>ἐλεφ</i>-<i>αίρομαι</i> «[[εξαπατώ]]». Τέλος, η κατάλ. -<i>ώϊος</i> υποδεικνύει πιθ. την ύπαρξη ενός ουσ. σε -<i>ως</i> ή -<i>ω</i>, από το οποίο θα έχει παραχθεί το επίθ. [[ὀλοφώϊος]] (<b>πρβλ.</b> [[ηρώιος]]: [[ήρως]], [[μητρώιος]]: [[μήτρως]], [[λεχώιος]]: [[λεχώ]]), αν δεν πρόκειται για απλό αναλογικό σχηματισμό (<b>πρβλ.</b> [[ολώιος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοφώϊος:''' -ον, Επικ. επίθ., [[καταστροφικός]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Οδ.· ὀλοφώια [[εἰδώς]], [[έμπειρος]] σε καταστροφικά τεχνάσματα, στο ίδ. (από √<i>ΟΛ</i>, του [[ὄλλυμι]]· η [[κατάληξη]] <i>-φώιος</i> δεν έχει ερμηνευθεί).
}}
}}