Anonymous

προσήγορος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσήγορος:''' Δωρ. [[ποτάγορος]], -ον ([[ἀγορεύω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> προσαγορεύων, προσφωνών, <i>αἱπροσήγοραι δρύες</i>, οι ομιλούσες δρύες, σε Αισχύλ.· <i>τί ἐμοὶ προσήγορον;</i> ποια [[λέξη]] με προσφωνεί, δηλ. προσφωνείται από μένα; σε Σοφ.· με [[διπλή]] γεν., Παλλάδος εὐγμάτων [[προσήγορος]], απευθύνει ευχές σ' αυτή, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ομιλητικός]], [[ευπροσήγορος]], κοινωνικά [[αποδεκτός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[σύμφωνος]], αρμόζων, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., τῷ [[προσήγορος]]; από ποιον προσφωνήθηκε; σε Σοφ.
|lsmtext='''προσήγορος:''' Δωρ. [[ποτάγορος]], -ον ([[ἀγορεύω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> προσαγορεύων, προσφωνών, <i>αἱπροσήγοραι δρύες</i>, οι ομιλούσες δρύες, σε Αισχύλ.· <i>τί ἐμοὶ προσήγορον;</i> ποια [[λέξη]] με προσφωνεί, δηλ. προσφωνείται από μένα; σε Σοφ.· με [[διπλή]] γεν., Παλλάδος εὐγμάτων [[προσήγορος]], απευθύνει ευχές σ' αυτή, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ομιλητικός]], [[ευπροσήγορος]], κοινωνικά [[αποδεκτός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[σύμφωνος]], αρμόζων, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., τῷ [[προσήγορος]]; από ποιον προσφωνήθηκε; σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσήγορος:''' <b class="num">1)</b> обращающийся с речью: Παλλάδος εὐγμάτων π. Soph. возносящий моления Палладе; θνητῶν μηδενὸς π. Soph. не слышащий голоса человеческого; αἱ προσήγοροι δρύες Aesch. вещие дубы (в Додоне); τῷ π.; Soph. с кем посмею заговорить?;<br /><b class="num">2)</b> общительный, обходительный (φίλους τε καὶ προσηγόρους ἀλλήλοις [[γενέσθαι]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> (о словах) общеупотребительный (τὰ γνώριμα καὶ προσήγορα, sc. ὀνόματα Plut.);<br /><b class="num">4)</b> соответствующий, согласующийся: προσήγορα καὶ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα Plat. взаимно согласующиеся и соразмерные элементы; [[συμπόσιον]] [[μηκέτι]] προσήγορον ἑαυτῷ Plut. пир, не подходящий (т. е. слишком многолюдный) для всеобщей беседы;<br /><b class="num">5)</b> именуемый, называемый ([[πόλις]] Μυσῶν [[Μυσία]] π. Soph.).
}}
}}