Anonymous

εὐλογία: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐλογία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[καλή]] [[γλώσσα]] ή [[καλολογία]], [[καλλιέπεια]], σε Πλάτ.· [[ορθός]] [[λόγος]], [[αληθοφανής]] [[λόγος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[ευλογία]], [[εγκώμιο]], σε Πίνδ.· [[ευλογία]] (ως [[ενέργεια]], [[πράξη]]) ή [[ευλογία]] (ως [[αποτέλεσμα]]), στον ίδ.· λέγεται για την [[ελεημοσύνη]] που πραγματοποιείται για την [[ενίσχυση]] των φτωχών, στον ίδ.
|lsmtext='''εὐλογία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[καλή]] [[γλώσσα]] ή [[καλολογία]], [[καλλιέπεια]], σε Πλάτ.· [[ορθός]] [[λόγος]], [[αληθοφανής]] [[λόγος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[ευλογία]], [[εγκώμιο]], σε Πίνδ.· [[ευλογία]] (ως [[ενέργεια]], [[πράξη]]) ή [[ευλογία]] (ως [[αποτέλεσμα]]), στον ίδ.· λέγεται για την [[ελεημοσύνη]] που πραγματοποιείται για την [[ενίσχυση]] των φτωχών, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐλογία:''' ἡ<b class="num">1)</b> изящество речи, красноречие (εὐ. καὶ [[εὐαρμοστία]] Plat.; δι᾽ εὐλογίας ἐξαπατᾶν τὰς καρδίας NT);<br /><b class="num">2)</b> (по)хвала ([[ἄξιος]] εὐλογίας Arph.): ὑμνῆσαι δι᾽ εὐλογίας Eur. воспеть в хвалебных гимнах;<br /><b class="num">3)</b> благословение (μεταλαμβάνειν [[εὐλογία]]; [[ἀπό]] τινος NT);<br /><b class="num">4)</b> благодеяние (εὐ. καὶ οὐ [[πλεονεξία]] NT);<br /><b class="num">5)</b> вероятность: habet εὐλογίαν Cic. в его пользу можно кое-что сказать.
}}
}}