Anonymous

σπουδαστός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπουδαστός:''' -ή, -όν ([[σπουδάζω]]), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με [[προθυμία]] ή να δοκιμαστεί με ζήλο, [[άξιος]] σπουδής, [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σπουδαστός:''' -ή, -όν ([[σπουδάζω]]), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με [[προθυμία]] ή να δοκιμαστεί με ζήλο, [[άξιος]] σπουδής, [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σπουδαστός:''' [adj. verb. к [[σπουδάζω]] заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc.
}}
}}