σπουδαστός
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
σπουδαστή, σπουδαστόν, that deserves to be sought zealously or that deserves to be tried zealously, Pl.Hp.Ma.297b, Arist.EN1163b25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d'être recherché.
Étymologie: σπουδάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπουδαστός -ή -όν [σπουδάζω] waar men zijn best voor doet, waard om na te streven.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαστός: [adj. verb. к σπουδάζω заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σπουδάζω
αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί πρόθυμα και μεθοδικά κάποιος.
Greek Monotonic
σπουδαστός: -ή, -όν (σπουδάζω), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με προθυμία ή να δοκιμαστεί με ζήλο, άξιος σπουδής, σπουδαίος, σημαντικός, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαστός: -ή, -όν, ὁ ἄξιος νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.
Middle Liddell
σπουδαστός, ή, όν σπουδάζω
that deserves to be sought or tried zealously, Plat.