Anonymous

αὐτουργέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ([[αὐτουργός]]), [[εργάζομαι]] με τα δικά μου χέρια, σε Λουκ.
|lsmtext='''αὐτουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ([[αὐτουργός]]), [[εργάζομαι]] με τα δικά μου χέρια, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτουργέω:''' <b class="num">1)</b> самому трудиться (αὐ. διδάσκειν τὰς θυγατέρας Luc.);<br /><b class="num">2)</b> самому делать (τὰ ἐπὶ τῆς γῆς Arst.): ἐς [[τέλος]] αὐ. τι Luc. лично выполнять что-л.; αὐ. ἑαυτῷ τὰ πρὸς τὴν δίαιταν Plut. самому приготовить себе поесть.
}}
}}