αὐτουργέω

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτουργέω Medium diacritics: αὐτουργέω Low diacritics: αυτουργέω Capitals: ΑΥΤΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: autourgéō Transliteration B: autourgeō Transliteration C: aftourgeo Beta Code: au)tourge/w

English (LSJ)

A to be an αὐτουργός, work with one's own hand, Hierocl. p.63A., Luc.DMar.6.1; of the Creator, to be his own workman, Procl.Theol.Plat.5.17, cf. 18; act directly, Gal.18(1).780; esp. farm one's own land, PTeb.302.29 (i A. D.):—Pass., κτήματα -ούμενα BGU 475a9 (ii A. D.).
II c. acc., execute, fulfil of oneself, τὰ ἐπὶ τῆς γῆς Arist.Mu.398a5; τὴν μαντηΐην Luc.Syr.D.36; τὴν ἐπιβουλήν Philostr. VS1.21.4.

Spanish (DGE)

1 tr. realizar uno mismo, llevar a cabo en persona τὰ ἐπὶ τῆς γῆς Arist.Mu.398a5, τοὺς ἰδίους κλήρους UPZ 110.107 (II a.C.), τὰ πρὸς τὴν δίαιταν Plu.Mar.13, τὴν μαντηΐην Luc.Syr.D.36, τὴν ἐπιβουλήν Philostr.VS 517, φιλοσοφίαν Them.Or.8.108b, τὰ πολέμια Agath.5.15.3, en v. pas. κτήματα αὐτουργούμενα BGU 475re.9 (II d.C.).
2 intr. c. suj. de pers. realizar una labor personalmente, trabajar con las propias manos καὶ σὺ οὔτ' αὐτογνωμονῶν σφαλήσῃ οὔτ' αὐτουργῶν ἐκκαμῇ y tú ni te equivocarás por confiar en tu propio juicio, ni te cansarás obrando con tu propio esfuerzo D.C.52.33.5, οὐδεὶς τῶν κελευομένων ἀντερεῖ, ὅταν αὐτουργοῦντα τὸν βασιλέα ὁρᾷ Sch.Er.Il.10.129-130, cf. Hierocl.p.63, Luc.DMar.8.1
op. ἑτέροις μεταμισθοῦν trabajar la tierra uno mismo ἔξεσταί σοι ἑτέροις μετ[αμι] σθοῦν [ἢ αὐτο] υργεῖν PSarap.45.26 (II d.C.), cf. PTeb.302.29 (I d.C.)
pero usar la casa uno mismo, PTeb.372.15 (II d.C.)
ser su propio hacedor del Creador, Procl.Theol.Plat.5.17
tb. c. suj. de cosa obrar por sí mismo o directamente αἱ δὲ (ἐπιδέσεις) εἰς δὲ τὸ αὐτουργῆσαι παραλαμβάνονται Gal.18(1).780.

German (Pape)

[Seite 403] selbst arbeiten, die Arbeiten selbst, ohne Diener verrichten, Arist. mund. 6, 7; Luc. Dial. mar. 6, 1; Ael. V. H. 7, 5 οἱ αὐτουργοῦντες, die ihr Land selbst bearbeiten; τὴν φιλοσοφίαν, selbst betreiben, Themist. 8, p. 108 b; τὴν μαντηΐην ἐς τέλος, selbst zu Ende führen, Luc. Dea Syr. 36; ἐπιβουλήν Philostr.

French (Bailly abrégé)

αὐτουργῶ :
1 être αὐτουργός, càd homme de travail manuel, travailler de ses mains;
2 tr. exécuter ou accomplir de ses mains ; être soi-même l'artisan de.
Étymologie: αὐτουργός.

Russian (Dvoretsky)

αὐτουργέω:
1 самому трудиться (αὐ. διδάσκειν τὰς θυγατέρας Luc.);
2 самому делать (τὰ ἐπὶ τῆς γῆς Arst.): ἐς τέλος αὐ. τι Luc. лично выполнять что-л.; αὐ. ἑαυτῷ τὰ πρὸς τὴν δίαιταν Plut. самому приготовить себе поесть.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτουργέω: εἶμαι αὐτουργός, ἐργάζομαι διὰ τῶν ἰδίων μου χειρῶν, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 1. ΙΙ. ἐγὼ αὐτὸς ἐπιτελῶ ὃ βούλομαι τελεσθῆναι, ἐγὼ αὐτὸς πράττω τι ἢ αὐτὸς ἐφίσταμαι παντὶ ἔργῳ, μηδὲ εὔσχημον αὐτουργεῖν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, περὶ τοῦ Θεοῦ, Ἀριστ. π. κόσμ. 6. 7· καὶ τὴν μαντηίην ἐς τέλος αὐτουργέει Λουκ. π. Συρ. Θ. 36· αὐτουργῶν τὴν ἐπιβουλὴν Φιλόστρ. 517, κτλ.· ― Παθ., Διονύσ. Παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 744Ε.

Greek Monotonic

αὐτουργέω: μέλ. -ήσω, (αὐτουργός), εργάζομαι με τα δικά μου χέρια, σε Λουκ.

Middle Liddell

αὐτουργός
to work with one's own hand, Luc.