Anonymous

ἀγχέμαχος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχέμᾰχος:''' -ον ([[ἄγχι]], [[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται από κοντά, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>τὰ ἀγχέμαχα ὅπλα</i>, όπλα [[κατάλληλα]] για [[μάχη]] [[σώμα]] με [[σώμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀγχέμᾰχος:''' -ον ([[ἄγχι]], [[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται από κοντά, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>τὰ ἀγχέμαχα ὅπλα</i>, όπλα [[κατάλληλα]] για [[μάχη]] [[σώμα]] με [[σώμα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγχέμᾰχος:''' <b class="num">1)</b> ведущий ближний бой, сражающийся врукопашную (ἕταροι, θεράποντες Hom.; οἱ [[Ἄβαντες]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> предназначенный для ближнего или рукопашного боя ([[ὅπλα]] Xen.).
}}
}}