3,277,226
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τριέτης:''' -ου ή [[τρι-]]ετής, -ές, ὁ ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριων ετών, σε Ηρόδ., Θεόκρ.· ουδ. <i>τριέτες</i> ως επίρρ., για [[τρία]] χρόνια, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''τριέτης:''' -ου ή [[τρι-]]ετής, -ές, ὁ ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριων ετών, σε Ηρόδ., Θεόκρ.· ουδ. <i>τριέτες</i> ως επίρρ., για [[τρία]] χρόνια, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τριέτης:''' и [[τρι-]]ετής 2 трехлетний ([[χρόνος]] Her.); трехгодовалый ([[ἵππος]] Arst.). | |||
}} | }} |