Anonymous

τριέτης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριέτης:''' -ου ή [[τρι-]]ετής, -ές, ὁ ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριων ετών, σε Ηρόδ., Θεόκρ.· ουδ. <i>τριέτες</i> ως επίρρ., για [[τρία]] χρόνια, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''τριέτης:''' -ου ή [[τρι-]]ετής, -ές, ὁ ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριων ετών, σε Ηρόδ., Θεόκρ.· ουδ. <i>τριέτες</i> ως επίρρ., για [[τρία]] χρόνια, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τριέτης:''' и [[τρι-]]ετής 2 трехлетний ([[χρόνος]] Her.); трехгодовалый ([[ἵππος]] Arst.).
}}
}}