Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριέτης

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐέτης Medium diacritics: τριέτης Low diacritics: τριέτης Capitals: ΤΡΙΕΤΗΣ
Transliteration A: triétēs Transliteration B: trietēs Transliteration C: trietis Beta Code: trie/ths

English (LSJ)

τριέτες, or τριετής, ές, (ἔτος)
A of or for three years, τριέτεα χρόνον Hdt.1.199; τ. φορά IG42(1).121.9 (Epid., iv B. C.); πλέον ἢ τ. ἐγένευ φίλος Theoc.29.17, cf. BCH48.518 (Palestine); τ. προθεσμία Pl.Lg.954d (in 793d τρι' ἔτη is restored by Bekker): τρίετες as adverb, for three years, Od.2.106, 13.377.
2 three years old, ἵππος Arist.HA545b13; παιδίον Artem. 4.39: τρίετες, τό, the age of three years, ἀπὸ τριέτους μέχρι τῶν ἓξ ἐτῶν Pl.Lg.794a, cf. Arist.HA545b3:—fem. τριέτις, Supp.Epigr.6.125 (Cotiaeum).
II recurring every three years, κῶμος Orph.H.53.5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui dure trois ans ou depuis trois ans ; adv. • τρίετες pendant trois ans, depuis trois ans.
Étymologie: τρεῖς, ἔτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριέτης -ες [τρι -, ἔτος] drie jaar durend. drie jaar oud.

Russian (Dvoretsky)

τριέτης: и τρι-ετής 2 трехлетний (χρόνος Her.); трехгодовалый (ἵππος Arst.).

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ, και τριετής, τρίετες, θηλ. και τριέτις Α
1. αυτός που έχει διάρκεια τριών ετών
2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών
3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος
νεοελλ.
φρ. «τριετές σύστημα»
(γεωπ.) η επανάληψη της καλλιέργειας ενός φυτού κάθε τρίτο έτος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριετές
η ηλικία τών τριών ετών
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τριετές
επί τρία έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ετής (<ἔτος), πρβλ. διετής].

Greek Monotonic

τριέτης: -ου ή τρι-ετής, -ές, ὁ (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία τριων ετών, σε Ηρόδ., Θεόκρ.· ουδ. τριέτες ως επίρρ., για τρία χρόνια, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

τριέτης: -ες, ἢ τριετής, ές, ὁ, ὁ τριῶν ἐτῶν, χρόνον τριέτεα Ἡρόδ. 1. 199· πλέον ἢ τρ. ἐγένευ φίλος Θεόκρ. 29. 17· τρ. προθεσμία Πλάτ. Νόμ. 954D (αὐτόθι 793D, τρί’ ἔτη διορθοῦται)· - τρίετες ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ τρία ἔτη, Ὀδ. Β. 106, Ν. 377. 2) ὁ ἔχων ἡλικίαν τριῶν ἐτῶν, ἵππος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 16· τριετές, τό, ἡ ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν, ἀπὸ τριετοῦς μέχρι τῶν ἓξ ἐτῶν Πλάτ. Νόμ. 794Α, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 12. ΙΙ. κατὰ πᾶν τρίτον ἔτος, Ὀρφ. Ὕμν. 53. 5.

Middle Liddell

τρι-έτης, ου, ἔτος
of or for three years, Hdt., Theocr.: netut. τριέτες as adv. for three years, Od.