Anonymous

ἀγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγώγιμος:''' -ον ([[ἄγω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[εύκολος]] στο να οδηγείται ή στο να μεταφέρεται· τρισσῶν ἁμαξῶν ἀγώγιμον [[βάρος]], ζύγιζε τόσο που μπορούσε να γεμίσει [[τρεις]] άμαξες, σε Ευρ.· <i>τὰ ἀγώγιμα</i>, φορητά πράγματα, εμπορεύματα, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει πέσει [[θύμα]] απαγωγής, αυτός που οδηγείται σε [[αιχμαλωσία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που οδηγείται, άγεται εύκολα, [[ευγενικός]], [[πρόθυμος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀγώγιμος:''' -ον ([[ἄγω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[εύκολος]] στο να οδηγείται ή στο να μεταφέρεται· τρισσῶν ἁμαξῶν ἀγώγιμον [[βάρος]], ζύγιζε τόσο που μπορούσε να γεμίσει [[τρεις]] άμαξες, σε Ευρ.· <i>τὰ ἀγώγιμα</i>, φορητά πράγματα, εμπορεύματα, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει πέσει [[θύμα]] απαγωγής, αυτός που οδηγείται σε [[αιχμαλωσία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που οδηγείται, άγεται εύκολα, [[ευγενικός]], [[πρόθυμος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγώγῐμος:''' <b class="num">1)</b> могущий быть перевезенным, поддающийся перевозке: τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς [[ἀγώγιμον]] [[βάρος]] Eur. тяжесть, для перевозки которой нужно три подводы; τὸ σιδηροῦν ([[νόμισμα]]) [[ἀγώγιμον]] οὐκ ἦν πρὸς τοὺς ἄλλους Ἓλληνας Plut. железная монета (Ликурга) не могла вывозиться в другие греческие государства, т. е. не имела там хождения;<br /><b class="num">2)</b> юр. подлежащий задержанию и выдаче (φυγάδες Xen.; φεύγοντες Plut.);<br /><b class="num">3)</b> податливый, склонный (πρὸς ἡδονάς Plut.): ἀ. τοῖς δεομένοις Plut. уступчивый по отношению к просителям.
}}
}}