Anonymous

ὀνομαστικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(29)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀνομαστικός]], -ή, -όν) [[ονομαστός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική [[εορτή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ονομαστική</i><br /><b>γραμμ.</b> η πρώτη και βασική [[πτώση]] τών κλιτών [[μερών]] του λόγου η οποία λέγεται [[έτσι]] [[επειδή]] από αυτήν ονομάζονται τα πρόσωπα, τα ζώα, τα πράγματα, οι ιδιότητες και οι ποιότητες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ονομαστικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[είδος]] ερανιστικού συγγράμματος που περιέχει ονόματα και ονομασίες, διατεταγμένα «καθ' ύλην», και στο οποίο προσδιορίζεται η [[σημασία]] και η [[χρήση]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κατάλογο) αυτός που περιέχει ονόματα, [[ιδίως]] προσώπων<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε συγκεκριμένο [[πρόσωπο]] ή αυτός ο [[οποίος]] ισχύει επ' [[ονόματι]] ορισμένου μόνον προσώπου (α. «[[ονομαστικός]] [[τίτλος]]»<br />[οικον.] [[δικαιόγραφο]] ή αξιόγραφο στο οποίο αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου<br />β. «ονομαστική [[μετοχή]]»<br />[οικον.] [[μετοχή]] στην οποία αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου και η οποία μεταβιβάζεται με [[εγγραφή]] σε [[βιβλίο]] μετοχών της ανώνυμης εταιρείας)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι ονομαστικοί</i><br />οι νομιναλιστές, φιλόσοφοι, [[κυρίως]] του μεσαίωνα, οι οποίοι δεν δέχονταν την αντικειμενική ύπαρξη τών γενικών ή καθολικών εννοιών<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ονομαστική [[αξία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[αξία]] που αναγράφεται [[πάνω]] σε έναν τίτλο, όπως λ.χ. σε [[μετοχή]] ή [[ομολογία]], και η οποία ενδέχεται να διαφέρει από την πραγματική του [[αξία]], όπως αυτή καθορίζεται υπό την [[επίδραση]] του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης<br />β) «ονομαστική [[απόλυτος]]» — σόλοικη [[σύνταξη]] [[κατά]] την οποία η [[μετοχή]], της οποίας το [[υποκείμενο]] [[είναι]] διαφορετικό από το [[υποκείμενο]] και από το [[αντικείμενο]] του ρήματος της πρότασης, τίθεται σε ονομαστική [[αντί]] της κανονικής γενικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να ονομάζει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τέχνη]] του να προσδίδει [[κανείς]] ονόματα, η [[τέχνη]] της ονοματοθεσίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Ὀνομαστικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Δημοκρίτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ονομαστικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ ὀνομαστικῶς)<br />με το όνομα του καθενός<br /><b>αρχ.</b><br />στην ονομαστική [[πτώση]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀνομαστικός]], -ή, -όν) [[ονομαστός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική [[εορτή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ονομαστική</i><br /><b>γραμμ.</b> η πρώτη και βασική [[πτώση]] τών κλιτών [[μερών]] του λόγου η οποία λέγεται [[έτσι]] [[επειδή]] από αυτήν ονομάζονται τα πρόσωπα, τα ζώα, τα πράγματα, οι ιδιότητες και οι ποιότητες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ονομαστικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[είδος]] ερανιστικού συγγράμματος που περιέχει ονόματα και ονομασίες, διατεταγμένα «καθ' ύλην», και στο οποίο προσδιορίζεται η [[σημασία]] και η [[χρήση]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κατάλογο) αυτός που περιέχει ονόματα, [[ιδίως]] προσώπων<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε συγκεκριμένο [[πρόσωπο]] ή αυτός ο [[οποίος]] ισχύει επ' [[ονόματι]] ορισμένου μόνον προσώπου (α. «[[ονομαστικός]] [[τίτλος]]»<br />[οικον.] [[δικαιόγραφο]] ή αξιόγραφο στο οποίο αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου<br />β. «ονομαστική [[μετοχή]]»<br />[οικον.] [[μετοχή]] στην οποία αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου και η οποία μεταβιβάζεται με [[εγγραφή]] σε [[βιβλίο]] μετοχών της ανώνυμης εταιρείας)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι ονομαστικοί</i><br />οι νομιναλιστές, φιλόσοφοι, [[κυρίως]] του μεσαίωνα, οι οποίοι δεν δέχονταν την αντικειμενική ύπαρξη τών γενικών ή καθολικών εννοιών<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ονομαστική [[αξία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[αξία]] που αναγράφεται [[πάνω]] σε έναν τίτλο, όπως λ.χ. σε [[μετοχή]] ή [[ομολογία]], και η οποία ενδέχεται να διαφέρει από την πραγματική του [[αξία]], όπως αυτή καθορίζεται υπό την [[επίδραση]] του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης<br />β) «ονομαστική [[απόλυτος]]» — σόλοικη [[σύνταξη]] [[κατά]] την οποία η [[μετοχή]], της οποίας το [[υποκείμενο]] [[είναι]] διαφορετικό από το [[υποκείμενο]] και από το [[αντικείμενο]] του ρήματος της πρότασης, τίθεται σε ονομαστική [[αντί]] της κανονικής γενικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να ονομάζει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τέχνη]] του να προσδίδει [[κανείς]] ονόματα, η [[τέχνη]] της ονοματοθεσίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Ὀνομαστικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Δημοκρίτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ονομαστικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ ὀνομαστικῶς)<br />με το όνομα του καθενός<br /><b>αρχ.</b><br />στην ονομαστική [[πτώση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομαστικός:''' <b class="num">1)</b> искусный в обозначениях, удачно придумывающий названия Plat.;<br /><b class="num">2)</b> номенклатурный ([[τέχνη]] Plat.).
}}
}}