ὀνομαστικός

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομαστικός Medium diacritics: ὀνομαστικός Low diacritics: ονομαστικός Capitals: ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: onomastikós Transliteration B: onomastikos Transliteration C: onomastikos Beta Code: o)nomastiko/s

English (LSJ)

ὀνομαστική, ὀνομαστικόν,
A skilful at naming, Pl.Cra.424a; of or belonging to naming, hence ἡ τέχνη ἡ ὀνομαστική ib.423d; ἡ ὀνομαστική alone, ib.425a.
IIὀνομαστική (sc. πτῶσις) the nominative case, Str.14.1.41, D.T.636.5, A.D.Synt.107.4(pl.).
III τὸ ὀνομαστικόν (sc. βιβλίον) vocabulary, arranged acc. to the subjects, and not alphabetically as in a λεξικόν, such as the work of Jul. Pollux: ὀνομαστικά, τά, title of work by Democr. (Fr.26a).
IV Adv. ὀνομαστικῶς = by a special name, Ath.14.646a; in the nominative case, Hermog.Inv. 4.4.

German (Pape)

[Seite 349] zum Namen, bes. zum Nomen substantivum gehörig, substantivisch, S. Emp. adv. gramm. 239; auch adv., ibid. den Namen betreffend; ὁ ὀν., der im Namengeben erfahren, geschickt ist, Plat. Crat. 424 a; τέχνη ὀνομαστική, die Kunst des Namengebens, 423 d; τὸ ὀνομαστικόν, ein Namen- oder Wörterverzeichniß, in welchem die Wörter sachlich verzeichnet sind, wie das des Pollux; – ἡ ὀνομαστική, ac. πτῶσις, der Nominativus, Gramm; – auch adv., ὀνομαστικῶς, mit einem eigenen Namen, Schol. Il. 10, 160; κριβάνας πλακοῦντάς τινας ὀνομαστικῶς Ἀπολλόδωρος παρ' Ἀλκμᾶνι, Ath. XIV, 646 a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à donner un nom ; t. de gramm. ἡ ὀνομαστική (πτῶσις) le nominatif.
Étymologie: ὀνομάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομαστικός:
1 искусный в обозначениях, удачно придумывающий названия Plat.;
2 номенклатурный (τέχνη Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομαστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ ὀνομάζειν, Πλάτ. Κρατ. 424Α· ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀνομάζειν, ὅθεντέχνη ὀνομαστική αὐτόθι 423D· ἡ ὀνομαστική (ἁπλῶς) 425Α. ΙΙ. ὡσαύτως ἡ ὀνομαστικὴ (ἐξυπ. πτῶσις), Στράβ. 648. ΙΙΙ. τὸ ὀνομαστικὸν (δηλ. βιβλίον), λεξικὸν κατατεταγμένον καθ’ ὕλην καὶ οὐχὶ κατ’ ἀλφάβητον (ὡς τὰ νῦν κυρίως λεξικά), οἷον εἶναι τὸ σύγγραμμα τοῦ Ἰουλ. Πολυδεύκους. IV. Ἐπίρρ. ὀνομαστικῶς, Ἀθήν. 646Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀνομαστικός, -ή, -όν) ονομαστός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική
γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών του λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται τα πρόσωπα, τα ζώα, τα πράγματα, οι ιδιότητες και οι ποιότητες
3. το ουδ. ως ουσ. το ονομαστικό(ν)
είδος ερανιστικού συγγράμματος που περιέχει ονόματα και ονομασίες, διατεταγμένα «καθ' ύλην», και στο οποίο προσδιορίζεται η σημασία και η χρήση τους
νεοελλ.
1. (για κατάλογο) αυτός που περιέχει ονόματα, ιδίως προσώπων
2. αυτός που αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή αυτός ο οποίος ισχύει επ' ονόματι ορισμένου μόνον προσώπου (α. «ονομαστικός τίτλος»
[οικον.] δικαιόγραφο ή αξιόγραφο στο οποίο αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου
β. «ονομαστική μετοχή»
[οικον.] μετοχή στην οποία αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου και η οποία μεταβιβάζεται με εγγραφή σε βιβλίο μετοχών της ανώνυμης εταιρείας)
3. το αρσ. ως ουσ. οι ονομαστικοί
οι νομιναλιστές, φιλόσοφοι, κυρίως του μεσαίωνα, οι οποίοι δεν δέχονταν την αντικειμενική ύπαρξη τών γενικών ή καθολικών εννοιών
4. φρ. α) «ονομαστική αξία»
(οικον.) η αξία που αναγράφεται πάνω σε έναν τίτλο, όπως λ.χ. σε μετοχή ή ομολογία, και η οποία ενδέχεται να διαφέρει από την πραγματική του αξία, όπως αυτή καθορίζεται υπό την επίδραση του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης
β) «ονομαστική απόλυτος» — σόλοικη σύνταξη κατά την οποία η μετοχή, της οποίας το υποκείμενο είναι διαφορετικό από το υποκείμενο και από το αντικείμενο του ρήματος της πρότασης, τίθεται σε ονομαστική αντί της κανονικής γενικής
αρχ.
1. αυτός που είναι ικανός να ονομάζει
2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη του να προσδίδει κανείς ονόματα, η τέχνη της ονοματοθεσίας
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Ὀνομαστικά
τίτλος έργου του Δημοκρίτου.
επίρρ...
ονομαστικώς και -ά (ΑΜ ὀνομαστικῶς)
με το όνομα του καθενός
αρχ.
στην ονομαστική πτώση.