3,276,318
edits
(6) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και άσκιστος, -η, -ο (AM [[ἄσχιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να σκιστεί ή να κοπεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[άνοιγμα]] ή [[σχισμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ζώα) μονόνυχος, [[μονόχηλος]]. | |mltxt=και άσκιστος, -η, -ο (AM [[ἄσχιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να σκιστεί ή να κοπεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[άνοιγμα]] ή [[σχισμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ζώα) μονόνυχος, [[μονόχηλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄσχιστος:''' <b class="num">1)</b> с нерасщепленным копытом, непарнокопытный (sc. [[ζῷον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> неразделившийся, неразделенный (ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου [[περιφορά]] Plat.; δάκτυλοι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> неделимый Arst. | |||
}} | }} |