λήκυθος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λήκῠθος:''' Δωρ. [[λάκυθος]][ᾶ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[δοχείο]] λαδιού, [[μπουκάλι]] λαδιού, [[λαδικό]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· αρωματοθήκη, [[θήκη]] για μυρωδικά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., ρητορικά σχήματα, [[επιτήδευση]], φράσεις τραγωδίας, Λατ. ampullae, σε Κικ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''λήκῠθος:''' Δωρ. [[λάκυθος]][ᾶ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[δοχείο]] λαδιού, [[μπουκάλι]] λαδιού, [[λαδικό]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· αρωματοθήκη, [[θήκη]] για μυρωδικά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., ρητορικά σχήματα, [[επιτήδευση]], φράσεις τραγωδίας, Λατ. ampullae, σε Κικ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''λήκῠθος:''' ἡ<b class="num">1)</b> флакон (для масла, благовоний и т. п.) Hom., Arph. etc.;<br /><b class="num">2)</b> (лат. [[ampulla]]) напыщенность, высокопарность речи Cic.
}}
}}