Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταβρύκω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβρύκω:''' [ῡ], [[δαγκώνω]] και μ' αυτόν τον τρόπο [[κόβω]] σε κομμάτια, [[καταβροχθίζω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''καταβρύκω:''' [ῡ], [[δαγκώνω]] και μ' αυτόν τον τρόπο [[κόβω]] σε κομμάτια, [[καταβροχθίζω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβρύκω:''' (ῡ) разрывать на части, терзать, пожирать (τὸν μόσχον Anth.).
}}
}}