καταβρύκω

English (LSJ)

[ῡ], aor. 1 κατέβρυξα Nic.Th.675:—bite in pieces, eat up, Hippon.36, AP6.263 (Leon.), Nic. l.c.

German (Pape)

[Seite 1341] zerbeißen, verschlingen; vom Löwen Leon. Tar. 51 (VI, 263); vgl. Ath. XIV, 645 c; Nic. Th. 675.

French (Bailly abrégé)

déchirer à belles dents, dévorer.
Étymologie: κατά, βρύκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βρύκω verslinden.

Russian (Dvoretsky)

καταβρύκω: (ῡ) разрывать на части, терзать, пожирать (τὸν μόσχον Anth.).

Greek Monolingual

καταβρύκω (Α)
κατακομματιάζω, κατατρώγω («δουρὶ φονευσάμενος ἄρτι καταβρύκοντα τὸν... μόσχον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βρύκω «κομματιάζω, δαγκώνω»].

Greek Monotonic

καταβρύκω: [ῡ], δαγκώνω και μ' αυτόν τον τρόπο κόβω σε κομμάτια, καταβροχθίζω, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

καταβρύκω: ἀόρ. α΄ κατέβρυξα Νικ. Ἀλεξιφ. 675·-δάκνων κόπτω εἰς τεμάχια, κομματιάζω, κατατρώγω, Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 645C, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 263, Νίκ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Middle Liddell

to bite in pieces, eat up, Anth.