κατάλογος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάλογος:''' ὁ, ([[καταλέγω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[καταχώριση]], [[καταγραφή]], [[εγγραφή]] σε [[μητρώο]] ή κατάλογο, [[κατάλογος]], [[λίστα]], [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· κ. [[νεῶν]], ο [[κατάλογος]] των πλοίων, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">Β. 2.</b> στην Αθήνα, [[κατάλογος]], [[μητρώο]] των πολιτών, σε Αριστοφ. κ.λπ.· (<i>ὁπλῖται</i>) <i>ἐκ καταλόγου</i>, [[κατάλογος]] στρατευσίμων, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ ἐν τῷ καταλόγῳ</i>, σε Ξεν.· οἱ [[ἔξω]] τοῦ κ., ή οἱ [[ὑπὲρ]] τὸν κ., οι απόστρατοι, Λατ. emeriti, στον ίδ.· <i>καταλόγοις χρηστοῖς ἐκκριθέν</i>, λέγεται για το εκλεκτό, επίλεκτο [[στράτευμα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''κατάλογος:''' ὁ, ([[καταλέγω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[καταχώριση]], [[καταγραφή]], [[εγγραφή]] σε [[μητρώο]] ή κατάλογο, [[κατάλογος]], [[λίστα]], [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· κ. [[νεῶν]], ο [[κατάλογος]] των πλοίων, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">Β. 2.</b> στην Αθήνα, [[κατάλογος]], [[μητρώο]] των πολιτών, σε Αριστοφ. κ.λπ.· (<i>ὁπλῖται</i>) <i>ἐκ καταλόγου</i>, [[κατάλογος]] στρατευσίμων, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ ἐν τῷ καταλόγῳ</i>, σε Ξεν.· οἱ [[ἔξω]] τοῦ κ., ή οἱ [[ὑπὲρ]] τὸν κ., οι απόστρατοι, Λατ. emeriti, στον ίδ.· <i>καταλόγοις χρηστοῖς ἐκκριθέν</i>, λέγεται για το εκλεκτό, επίλεκτο [[στράτευμα]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάλογος:''' ὁ [[καταλέγω]] I]<br /><b class="num">1)</b> перечень, список (προγόνων Plat.): [[καταλεκτέος]] κ. Plat. необходимо составить список; κ. [[νεῶν]] Arst. перечень кораблей (традиционное название стихов 484-779 II песни «Илиады»);<br /><b class="num">2)</b> учетный список (граждан, привлекаемых к отбыванию той или иной повинности) (στρατιᾶς καὶ πληρωμάτων ἐρετικῶν Plut.): καταλόγους ποιεῖσθαι Thuc. составлять наборные списки, производить набор; οἱ ἐκ τοῦ καταλόγου Thuc. или οἱ ἐν τῷ καταλόγῳ Xen. внесенные в наборные списки, военнообязанные; οἱ [[ἔξω]] τοῦ καταλόγου Xen. лица, не внесенные в наборные списки; οἱ [[ὑπὲρ]] τὸν κατάλογον Dem. лица, освобожденные (по возрасту) от воинской повинности; ἐκ καταλόγου στρατευόμενος Xen., Arst. сражающийся в рядах армии, начиная с призывного возраста;<br /><b class="num">3)</b> список членов [[βουλή]] (ἐκ τοῦ καταλόγου ἐξαλείφειν Xen.).
}}
}}