Anonymous

κατάγνωσις: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάγνωσις:''' -εως, ἡ ([[καταγιγνώσκω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάκριση]], χαμηλή [[εκτίμηση]] ή περιφρονητική [[άποψη]] για κάποιον, με γεν., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρίση]] που δίνεται [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδίκη]], στον ίδ., σε Δημ.· <i>τοῦ θανάτου</i>, [[καταδίκη]] σε θάνατο, σε Ξεν.
|lsmtext='''κατάγνωσις:''' -εως, ἡ ([[καταγιγνώσκω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάκριση]], χαμηλή [[εκτίμηση]] ή περιφρονητική [[άποψη]] για κάποιον, με γεν., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρίση]] που δίνεται [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδίκη]], στον ίδ., σε Δημ.· <i>τοῦ θανάτου</i>, [[καταδίκη]] σε θάνατο, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάγνωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> невысокое мнение, пренебрежительное отношение: διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας [[σφῶν]] Thuc. будучи убеждены в их слабости;<br /><b class="num">2)</b> осуждение, обвинительный приговор (ἐκ τῆς [[βουλῆς]] Arst.): [[μετὰ]] ψήφου ἀδίκου καταγνώσεως Thuc. путем несправедливого осуждения; κ. τοῦ θανάτου Xen. осуждение на смерть;<br /><b class="num">3)</b> порицание, упрек Polyb.
}}
}}