κατάγνωσις

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγνωσις Medium diacritics: κατάγνωσις Low diacritics: κατάγνωσις Capitals: ΚΑΤΑΓΝΩΣΙΣ
Transliteration A: katágnōsis Transliteration B: katagnōsis Transliteration C: katagnosis Beta Code: kata/gnwsis

English (LSJ)

καταγνώσεως, ἡ,
A thinking ill of, thinking low of or contemptuous opinion of... κ. ἀσθενείας τινός Th.3.16; moral condemnation, blame, censure, Ephor.1 J., Plb.6.6.8, Phld.Vit.Herc.1457.9.
II judgement given against one, condemnation, Th.3.82, Arist.Ath.45.1 (pl.), D.21.175; κατάγνωσις τοῦ θανάτου = sentence to death, X.Mem.4.8.1.
III dereliction of duty, PFlor, 313.5 (v A.D.), POxy.140.17(vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1343] ἡ, Verurteilung, Thuc. 2, 82; θανάτου, zum Tode, Xen. Mem. 4, 8, 1; Dem. 24, 63 im Gesetz; Mißbilligung, Geringschätzung, Thuc. 3, 16; καὶ προσκοπή Pol. 6, 6, 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 mauvaise opinion de;
2 condamnation.
Étymologie: καταγιγνώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατά-γνωσις -εως, ἡ minachting:. διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν uit geringschatting voor hun zwakte Thuc. 3.16.1. veroordeling:. κατάγνωσις τοῦ θανάτου = doodvonnis Xen. Mem. 4.8.1.

Russian (Dvoretsky)

κατάγνωσις: εως ἡ
1 невысокое мнение, пренебрежительное отношение: διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν Thuc. будучи убеждены в их слабости;
2 осуждение, обвинительный приговор (ἐκ τῆς βουλῆς Arst.): μετὰ ψήφου ἀδίκου καταγνώσεως Thuc. путем несправедливого осуждения; κ. τοῦ θανάτου Xen. осуждение на смерть;
3 порицание, упрек Polyb.

Greek Monolingual

κατάγνωσις, ἡ (Α) καταγιγνώσκω
1. περιφρόνηση, αποδοκιμασία («αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους», Θουκ.)
2. μομφή, κατηγορία
3. δυσμενής κρίση, καταδίκη («τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου», Ξεν.)
4. η παράλειψη του καθήκοντος.

Greek Monotonic

κατάγνωσις: -εως, ἡ (καταγιγνώσκω
I. κατάκριση, χαμηλή εκτίμηση ή περιφρονητική άποψη για κάποιον, με γεν., σε Θουκ.
II. κρίση που δίνεται εναντίον κάποιου, καταδίκη, στον ίδ., σε Δημ.· τοῦ θανάτου, καταδίκη σε θάνατο, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγνωσις: -εως, ἡ, τὸ καταφρονεῖν τινα ἕνεκά τινος, αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους, = διὰ τὸ καταγνῶναι σφῶν ἀσθένειαν παρασκ., Θουκ. 3. 16· μομφή, κατηγορία, κατάκρισις, Πολύβ. 6. 6, 8. ΙΙ. κρίσις γινομένη κατά τινος, καταδίκη, Θουκ. 3. 82, Δημ. 571. 15· τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου, τὴν εἰς θάνατον καταδίκην, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1.

Middle Liddell

κατάγνωσις, εως καταγιγνώσκω
I. a thinking ill of, a low or contemptuous opinion of, c. gen., Thuc.
II. judgment given against one, condemnation, Thuc., Dem.; τοῦ θανάτου to death, Xen.

English (Woodhouse)

condemnation, judgment pronounced, sentence to punishment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

iudicium, judgment, 3.16.1,
condemnatio, condemnation, conviction, 3.82.8.

Translations

censure

Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur