Anonymous

κλισία: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλῐσία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[κλίνω]]), [[μέρος]] προς [[κατάκλιση]], απ' όπου·<br /><b class="num">I.</b> [[καλύβα]], [[παράπηγμα]], [[πρόχειρο]] [[κατάλυμα]], όπως αυτά στα οποία ζούσαν οι πολιορκητές κατά τη [[διάρκεια]] μακροχρόνιων πολιορκιών, σε Ομήρ. Ιλ.· το [[γεγονός]] ότι δεν ήταν σκηνές, [[αλλά]] ξύλινες καλύβες, εμφανίζεται στην Ομήρ. Ιλ. Υ. 448 κ. εξ.· όταν [[ένας]] [[στρατός]] σταματούσε την [[πολιορκία]], τις έκαιγε επί τόπου, σε Ομήρ. Οδ. Η. 501.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ανάκλιντρο]] ή [[πολυθρόνα]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρεβάτι]], νυφικό [[κρεβάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> όμιλος, [[συντροφιά]] ανθρώπων που παρακάθονταν στα γεύματα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>[[κατάκλιση]] ή [[στήριξη]], [[ανάπαυση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κλῐσία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[κλίνω]]), [[μέρος]] προς [[κατάκλιση]], απ' όπου·<br /><b class="num">I.</b> [[καλύβα]], [[παράπηγμα]], [[πρόχειρο]] [[κατάλυμα]], όπως αυτά στα οποία ζούσαν οι πολιορκητές κατά τη [[διάρκεια]] μακροχρόνιων πολιορκιών, σε Ομήρ. Ιλ.· το [[γεγονός]] ότι δεν ήταν σκηνές, [[αλλά]] ξύλινες καλύβες, εμφανίζεται στην Ομήρ. Ιλ. Υ. 448 κ. εξ.· όταν [[ένας]] [[στρατός]] σταματούσε την [[πολιορκία]], τις έκαιγε επί τόπου, σε Ομήρ. Οδ. Η. 501.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ανάκλιντρο]] ή [[πολυθρόνα]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρεβάτι]], νυφικό [[κρεβάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> όμιλος, [[συντροφιά]] ανθρώπων που παρακάθονταν στα γεύματα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>[[κατάκλιση]] ή [[στήριξη]], [[ανάπαυση]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κλῐσία:''' эп.-ион. κλῐσίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> хижина, шалаш (κ. [[κατηρεφής]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> воен. шатер, палатка, деревянный барак (Πηληϊάδεω Hom.);<br /><b class="num">3)</b> стул (κλισίην θεῖναί τινι Hom.);<br /><b class="num">4)</b> застольное ложе: ἀπὸ κλισιᾶν ὀρέσθαι Pind. встать из-за стола;<br /><b class="num">5)</b> ряд застольных лож (κατακλίνειν τινὰς κλισίας ἀνὰ [[πεντήκοντα]] NT);<br /><b class="num">6)</b> брачное ложе (κ. λέκτρων Eur.);<br /><b class="num">7)</b> возлежание Plut.
}}
}}